5 Μαρτίου 2014

 

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΧΗΜΙΚΩΝ ΟΡΩΝ

 

Αναστάσιος Βάρβογλης

 

Ομότιμος Καθηγητής Χημείας ΑΠΘ

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Οι περισσότεροι χημικοί όροι που έχουν συγκεντρωθεί προέρχονται από ξένες λέξεις, κυρίως λατινικές, πολλές από τις οποίες έχουν ελληνική προέλευση ή ανάλογη λέξη από κοινή ρίζα. Δεν επιχειρείται η ερμηνεία ή η περιγραφή του όρου, με κάποιες εξαιρέσεις. Επίσης κατ’ εξαίρεση, σε μερικές περιπτώσεις αναπτύσσεται το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο βασίστηκε η δημιουργία της λέξης. Οι λέξεις που ετυμολογούνται ανήκουν και σε ευρύτερα πεδία, όπως την ορυκτολογία, τη βιοχημεία, τη φαρμακολογία και μερικά εμπορικά προϊόντα.

Στο παρόν πόνημα δεν περιλαμβάνονται λέξεις καταφανώς ελληνικής προέλευσης (π.χ. λίθιο, χολίνη), αλλά υπάρχουν μερικοί όροι προερχόμενοι από σχετικά άγνωστες ή με άλλη σημασία αρχαίες ελληνικές (π.χ. κοβάλτιο, θεοβρωμίνη). Όπου ήταν δυνατό, δικαιολογείται το σκεπτικό της εμπειρικής ονομασίας, εφόσον δεν είναι προφανές, ακόμη και για κάποιες κοινές λέξεις-όρους (π.χ. κανόνας, κωδικόνιο).

 

 

Α

Αβερμεκτίνες. Από το μικρόβιο Streptomyces avermitilis. Πρόκειται για ομάδα ισχυρών ανθελμινικών τύπου μακρολακτόνης.

Αβιδίνη. Από τη λατινική λέξη avis (= πτηνό), πρωτεΐνη του αβγού.

Αβιετικό (οξύ). Από τη λατινική λέξη abies (= έλατο), συστατικό του ρετσινιού.

γαρ. Αγαρόζη. Από τη μαλαισιανή λέξη agar (= ζελέ), πολυσακχαρίτης.

Αγγειοτενσίνη. Από το αγγείο (άγγος = δοχείο) και την πίεση (= tension στα αγγλικά), ορμόνη.

Αγλουτινίνες. Από τη λατινική λέξη gluten (= κόλλα) που προέρχεται από την ελληνική γλοιός ή γλοία (κόλλα). Οι αγλουτινίνες είναι μια ομάδα πρωτεϊνών που «κολλάνε» με διάφορα μόρια σχηματίζοντας συσσωματώματα. Γι’ αυτό το α- δεν είναι στερητικό αλλά αθροιστικό.

Αγοστικός. Το επίθετο δημιουργήθηκε για να περιγράψει τις αγοστικές αλληλεπιδράσεις και προέρχεται από το αρχαίο ρήμα αγοστώ που σημαίνει κρατιέμαι κοντά στον εαυτό μου, ενώ αγοστός είναι η παλάμη, ο βραχίονας (με ετυμολογικό παράγωγο την αγκαλιά). Με τον όρο αγοστικές αλληλεπιδράσεις νοούνται οι ελκτικές δυνάμεις που αναπτύσσονται μεταξύ ενός δεσμού C-H και ενός μετάλλου σε ορισμένες οργανομεταλλικές ενώσεις. Πρόκειται για δεσμό τριών κέντρων-δύο ηλεκτρονίων που αναπτύσσεται επίσης πρόσκαιρα σε καταλυτικές αντιδράσεις όπου καταλύτης είναι η οργανομεταλλική ένωση.

Αδαμαντάνιο. Από τη λέξη αδάμας (γεν. αδάμαντος). Από το επίθετο αδάμαστος λόγω της σκληρότητας του διαμαντιού.

Αδενίνη. Αδενοσίνη. Από τον αδένα, από την αδενίνη με το μόρφημα οσ (σωστότερα οζ, εφόσον δηλώνει σάκχαρο) προκύπτει η αδενοσίνη που είναι γλυκοζίτης, παράγωγο της αδενίνης και της ριβόζης (βλ. λέξη). Η κατάληξη -ίνη είναι παραπλανητική.

Αδιπόζη. Στα νέα λατινικά η λέξη adiposus σήμαινε λιπαρός. από την παλαιότερη, επίσης λατινική adeps, γεν. adipis (= μαλακό ζωικό λίπος). Αυτή με τη σειρά της προήλθε από την ελληνική (ομηρική) λέξη άλειφαρ (για την αλοιφή και την πίσσα) με αλλαγή του «λ» σε «d» και του «φ» σε «p».

Αδιπονεκτίνη. Από την αδιπόζη και το λατινικό ρήμα nectere (= συνδέω, εξ ου και το αγγλική connect). Πρόκειται για ορμόνη (βλ. και νεκτίνες).

Αδρεναλίνη. Η ορμόνη επινεφρίνη (έτσι αναφέρεται στην αμερικανική βιβλιογραφία), μετάφραση από το λατινικό για τη θέση των επινεφριδίων: ad renes (= επί των νεφρών).

Αεροσόλ. Από τον αέρα και το διάλυμα (solution στα αγγλικά).

Αζαλακτόνες. Λακτόνες που περιέχουν άζωτο.

Αζαντιραχτίνη. Από το ινδικό δέντρο Azadirachta indica (κοινώς neem tree). Πολύπλοκης δομής ένωση. το έλαιο των σπόρων του φυτού χρησιμοποιείται ως εντομοκτόνο.

Αζελαϊκό (οξύ). Από το ελαϊκό και το άζ(ωτο), παρότι δεν περιέχει άζωτο (είναι το δικαρβοξυλικό οξύ με 9 άτομα άνθρακα που προκύπτει από οξείδωση του ελαϊκού).

Αζουλένιο. Από την ισπανική λέξη azul (= κυανός).

Αζουρίτης. Από την αραβική ή περσική λέξη αζούρ (= κυανός). Πρόκειται για το ορυκτό ανθρακικός χαλκός.

Αιθάνιο. Αιθανόλη κ.λπ. Το μόρφημα αιθ- προέρχεται από το ρήμα αίθω (καίω, από όπου προέρχεται η αιθάλη), λόγω του εύφλεκτου χαρακτήρα της. Όσα χημικά ονόματα αρχίζουν από αιθ- αναφέρονται σε ενώσεις με δύο άτομα άνθρακα.

Αιθέρας. Πρόκειται για ομηρική λέξη που σήμαινε αρχικά τον ουρανό και από γλωσσολογική άποψη αποτελεί συμφυρμό των λέξεων αίθω και αήρ. Η λέξη διαιθυλικός (αιθέρας), με δύο φορές το αιθ-, αποδίδει το γεγονός ότι η ένωση περιέχει 4 άτομα άνθρακα που συνδέονται ως 2 αιθυλικές ομάδες με οξυγόνο. Ο αιθέρας ονομάστηκε με αυτό το ποιητικό όνομα, επειδή έχει μια εντυπωσιακή ιδιότητα: η μεγάλη του πτητικότητα τον κάνει να εξαφανίζεται γρήγορα στον ουρανό, στα αιθέρια, κατά την παραμονή του σε ανοικτά δοχεία, δηλαδή να εξατμίζεται. Αιθέρες ονομάζονται παλιότερα όλες οι πτητικές ενώσεις, κυρίως οι εστέρες (βλ. λέξη), που είναι παράγωγα των αλκοολών με οξέα.

Αιθέρια έλαια. Ονομάστηκαν έτσι εξαιτίας της πτητικότητά τους, όπως και ο αιθέρας.

Ακένιο. Κατάληξη συμπυκνωμένων βενζολικών υδρογονανθράκων, κατ’ αναλογία προς το ανθρακένιο ή από το κοινός (λατινικά ceno), επειδή οι ενδιάμεσοι δακτύλιοι μοιράζονται άτομα άνθρακα με τους γειτονικούς τους (π.χ. πεντακένιο).

Ακεταλδεΰδη. Ακετάλη. Ακετόνη. Ακετύλιο. Ακετονύλιο. Όλες οι λέξεις προέρχονται από τη λατινική acetum (= ξίδι) από το ρήμα aceo (= είμαι όξινος), από την αρχαία ελληνική ακή (= αιχμή) εξ ου ακίδα, ακόντιο, ατσάλι, κώνος κ.λπ. Η λατινική λέξη acidus (= όξινος) συνδέεται προφανώς με την ακή. Η ακετόνη παρασκευάστηκε αρχικά από τον οξικό μόλυβδο με απόσταξη. Το οξικό οξύ είναι το όξινο συστατικό του ξιδιού, άρα ακετ- (και ακετυλο-) δηλώνει την προέλευση από το οξικό οξύ και την ομάδα CH3CO. Η κατάληξη –όνη ήταν ενδεικτική της θυγατρικής σχέσης της ακετόνης με το οξικό οξύ, με το σκεπτικό ότι μερικά αρχαία ελληνικά γυναικεία ονόματα σε –όνη ήταν δηλωτικά θυγατρικής σχέσης (π.χ. Διώνη, κόρη του Δία, Ερμιόνη, κόρη του Ερμή). Αρχικά όλες οι κετόνες ονομάζονταν ακετόνες.

Ακετυλένιο. Από την ακεταλδεΰδη, προς την οποία μετατρέπεται με πρόσληψη νερού.

Ακονιτικό οξύ. Ακονιτίνη. Από το δηλητηριώδες φυτό Aκόνιτον (από τοπωνύμιο, τις Ακόνες) ή από το ακόντιο που είχε αιχμή με δηλητήριο ή την ακόνη (ακόνι). Το ακοτινικό οξύ είναι ακόρεστο τρικαρβοξυλικό οξύ, ενώ η ακονιτίνη είναι αλκαλοειδές πολύπλοκης δομής.

Ακουαφόρτε. Από το λατινικό aqua fortis (= ισχυρό νερό). οφείλεται στην εξαιρετική διαλυτική ικανότητα του οξέος (νιτρικού) που διαλύει πολλά μέταλλα με παράλληλη οξείδωση των ιόντων τους.

Ακρολεΐνη. Από το λατινικό acer (= δριμύς) λόγω της πνιγηρής οσμής της.

Ακρυλαμίδιο. Ακρυλικό. Ακρυλονιτρίλιο. Προέρχονται από την ακρολεΐνη.

Ακύλιο. Από το ακετύλιο (βλ. λ.).

Ακυμορφές. Στα ζεύγη ταυτομερών ουσιών η μια έχει συνήθως όξινο χαρακτήρα (π.χ. η ενολική μορφή μιας κετόνης) και το πρώτο συνθετικό ακυ- προέρχεται από την ακή. Η λέξη ακή σήμαινε επίσης θεραπεία (εξ ου και πανάκεια).

Αλάβαστρο. Από την ονομασία αρχαίας αιγυπτιακής πόλης.

Αλανίνη. Από την αλδεΰδη (το αν = ευφωνικό).

λας, πληθ. άλατα. Από το ομηρικό αλς = θάλασσα.

Αλβουμίνες. Από τo λατινικό επίθετο albus (ουδ. album = λευκό). Οικογένεια πρωτεϊνών, από τις οποίες ονομάστηκαν γενικά οι πρωτεΐνες λευκώματα.

Αλγινικά οξέα. Από τις άλγες όπου απαντούν (σύνθετοι πολυσακχαρίτες)

Αλδεΰδη. Από τα μορφήματα αλ(κοόλη) και δεϋδ(ρο)- (χωρίς υδρογόνο), αφού πρόκειται για αφυδρογονωμένη αλκοόλη (alcohol dehydrogenates). Το μόρφημα –υδ(ρο)– (για το υδρογόνο) είναι βέβαια από το ύδωρ.

Αλδόλη. Από την αλδεΰδη και την κατάληξη των αλκοολών. Έτσι ονομάζονται οι υδροξυκαρβονυλικές ενώσεις που σχηματίζονται με συνένωση δύο μορίων αλδεΰδης ή και άλλης καρβονυλικής ένωσης (αλδολική συμπύκνωση) σε αλκαλικό περιβάλλον.

Αλειφατικός. Αλεικυκλικός. Χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό του ανθρακικού σκελετού ενώσεων (υδρογονάνθρακες και παράγωγα), από την ομηρική λέξη άλειφαρ, γεν. αλείφατος (= λίπος, αλοιφή) που και ονοματολογικά σχετίζεται με το λίπος.

λευρο. Αλευριτικό οξύ. Αλευρόνη. Από το αρχαίο ρήμα αλέω, αλώ (= αλέθω).

Αλιζαρίνη. Το φυτό που παράγει την αλιζαρίνη (αλιζάρι, ριζάρι) προέρχεται από την αραβική ονομασία (με το άρθρο) του φυτού.

Αλισίβα. Από την ιταλική λέξη lisciva, από τη λατινική lixivium (= διάλυμα από στάχτη).

Αλκάλια. Αλκαλοειδή. Από την αραβική λέξη al kali ( = η πυρωμένη στάχτη).

Αλκάνια. Αλκένια. Αλκίνια ή Αλκύνια. Αλκύλια. Τα αλκύλια προέκυψαν από τις αλκοόλες (αλκ), ενώ το –υλ– προέρχεται από την ύλη (όχι με την έννοια του δάσους ή του ξύλου αλλά του υλικού στοιχείου). η κατάληξη –ιο είναι ελληνική προσθήκη. Στις ξένες γλώσσες οι καταλήξεις –en(e) και –in(e) ή –yne δόθηκαν κατ’ αναλογία προς τα ελληνικά γυναικεία ονόματα που λήγουν σε –ήνη και –ίνη (Ισμήνη, Ακυλίνη, Χαριτίνη), με το σκεπτικό ότι οι ακόρεστοι υδρογονάνθρακες ήταν θυγατρικές ενώσεις των κορεσμένων υδρογονανθράκων. Την κατάληξη –ανιο (στα γερμανικά –an) των αλκανίων πρότεινε ο A.W. Hofmann, το 1866.

Αλκανίνη. Από την ισπανική λέξη του φυτού Αlkana = al khena (η χέννα). Φυτική χρωστική.

Αλκοόλη. Η αλκοόλη έχει αραβική καταγωγή από το al kohol (= το πνεύμα) και δεν έγινε αρχικά αποδεκτή στα ελληνικά εξαιτίας της γλωσσικής καθαρότητας που επεδίωκαν οι λόγιοι μεταφραστές των πρώιμων βιβλίων Χημείας. Στη μετάφραση της «Επιτομής Χημείας», του 1808, ο Κωνσταντίνος Κούμας αναφέρει συγκαταβατικά ότι «το πνεύμα του οίνου βαρβαροχημικώς καλείται αλκοχόλ». Η κατάληξη –όλη χρησιμοποιείται σε κάθε αλκοόλη, ακόμη και όταν έχουν πολλά υδροξύλια όπως η γλυκερόλη (με 3 ΟΗ), η ινοσιτόλη (με 6 ΟΗ) κ.λπ.

Αλκυδικές ρητίνες (alkyds). Από τις λέξεις αλκοόλη και οξύ (acid) παραλλαγμένο ονοματολογικά. Πρόκειται κυρίως για πολυεστέρες της γλυκερόλης με οξέα όπως το φθαλικό.

Αλλαντοΐνη. Από το αλλαντοΐς, το αμνιακό υγρό. Σχετική λέξη είναι ο αλλάς, γεν. αλλάντος ( = λουκάνικο), από άλλος + εντός.

Αλλένιο. Από το άλλος, για να φανεί η διαφορετικότητά του από το ισομερές προπύνιο.

Αλλισίνη. Από τη λατινική λέξη allium (= σκόρδο).

Αλλοξάνη. Από την αλλαντοΐνη (βλ. λέξη) και το οξαλικό οξύ με συμφυρμό.

Αλλύλιο. Από το λατινικό allium (= σκόρδο), όπου δύο αλλυλικές ομάδες (CH2=CHCH2-) απαντούν ενωμένες με θείο. η ονομασία έχει επικρατήσει έναντι της συστηματικής ονομασίας (προπενύλιο).

Αλντρίνη. Από τον χημικό Alder, γνωστό από την αντίδραση Diels-Alder. Πρόκειται για απαγορευμένο πολυχλωριωμένο εντομοκτόνο.

Αλογόνα. Από το ομηρικό αλς (θάλασσα) και «γεννώ» (εννοείται τα άλατα). Πιο σωστά θα έπρεπε να λέμε αλατογόνα.

Αλουμίνιο. Από τη λατινική alumen, aluminis (= στυπτηρία, στύψη) διπλό θειικό άλας αργιλίου-καλίου.

Αλοφορμικός. Από τα αλογόνο και φορμικός (βλ. λέξη).

Αλτρόζη. Από τη λατινική λέξη alter (= άλλος) και την κατάληξη –όζη, δηλωτικό σακχάρου.

Αμάλγαμα. Από το μάλαγμα (= μαλακτικό φάρμακο), από το μαλάσσω (= μαλακώνω) λόγω της κατεργασίας του χρυσού με υδράργυρο (εξ ου και μάλαμα). Το α είναι ευφωνικό.

Αμίνες. Αμίδια. Αμμίνες. Αμμωνία κ.λπ. Η αμμωνία είναι αέριο αλλά ήταν γνωστή ως πτητικό στερεό με τη μορφή του υδροχλωρικού της άλατος από την εποχή των αρχαίων Αιγυπτίων. πήρε το όνομά της από τον 'Αμμωνα, τον θεό στο ναό του οποίου χρησιμοποιούσαν για καύσιμο κοπριά καμήλας. Κατά την καύση της εκλυόταν το πτητικό αυτό άλας, που με τα χρόνια σχημάτιζε στην οροφή κρυστάλλους. Επειδή έμοιαζε με το κοινό αλάτι, ονομάστηκε λοιπόν άλας του 'Αμμωνα. Αμίνες (και αμμίνες για σύμπλοκα που περιέχουν αμμωνία) προέρχονται από την αμμωνία, όπως και τα αμίδια.

Αμοξιλίνη (amoxiline). Από το αμινο-, οξ(υ) και πενικιλίνη. Πρόκειται για παραλλαγμένη πενικιλίνη.

μπαρο. Από την αγγλική λέξη ambergris (= γκρίζο ήλεκτρο), επειδή το προϊόν αυτό που προέρχεται από εκκρίσεις του φυσητήρα γινόταν παλιότερα δεκτό ότι ήταν μια μορφή θαλάσσιου ήλεκτρου.

Aμπσισικό οξύ. Από τη λατινική λέξη abscissio (= αποκοπή). Πρόκειται για τη φυτορμόνη που επιφέρει την πτώση των φύλλων.

μυλο. Κατά λέξη αλεύρι που δεν έχει αλεστεί (α- στερητικό και μύλος), λεπτή σκόνη αλευριού.

Αμφεταμίνη. Από επιμέρους γράμματα και συλλαβές της επιστημονικής ονομασίας της α-μεθυλο-φαινυλοαιθυλαμίνης (alpha-methylphenylethylamine).

Ανανταμίδιο. Από την εβραϊκή λέξη ananda (= ευτυχία, ηρεμία) και αμίδιο.

Ανηθόλη. Από το φυτό άνηθος (anethum).

Ανιλίνη. Από την αραβική λέξη anil για το δέντρο που παράγει το ινδικό. Anil ήταν και η ονομασία του χρώματος.

Ανισόλη. Από το φυτό άνισον (= anis στα λατινικά, Pimpinella anisum).

Ανουλένια. Από το λατινικό annulus (= δακτύλιος).

Ανσα-ενώσεις. Από το λατινικό για τη λαβή (= ansa). Πρόκειται για βενζολικά παράγωγα με γεφυρωμένες τις θέσεις 1,4- ή 1,3- με αλυσίδες 10 τουλάχιστον ατόμων άνθρακα ή και άλλων στοιχείων.

Ανταπτίνες. Από το αγγλικό ρήμα adapt (= προσαρμόζω). Πρόκειται για πρωτεΐνες που συμμετέχουν στον σχηματισμό κυστιδίων.

Αντιμόνιο. Η πιο αξιόπιστη ετυμολογία θέλει να προέρχεται από το «στιμ» (ορυκτό θειούχο αντιμόνιο, Sb2S3) που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίες Αιγύπτιες για να βάφουν τα μάτια τους (stm καθώς δεν υπήρχαν στον γραπτό λόγο φωνήεντα). Στα αρχαία ελληνικά το στιμ έγινε στίμμις και στα λατινικά stibium (εξ ου το σύμβολο Sb). Οι άραβες ονόμασαν το καλλυντικό al ithimid και οι ευρωπαίοι athimodium που κατέληξε σε antimonium και αποδόθηκε ελληνοπρεπώς ως αντιμόνιο.

Απατίτης. Από την απάτη, επειδή μοιάζει με άλλα ορυκτά.

Απιγενίνη. Από τη λατινική λέξη apis (= μέλισσα) και γενίνη (βλ. λέξη). Πρόκειται για φλαβονοειδές.

Απιόζη. Από το λατινικό apium (= σέλινο, αργότερα και μαϊντανός, όπου απαντά το σάκχαρο). Η λατινική ονομασία σχετίζεται με τη μέλισσα (= apis).

Απορφίνη. Από την πρόθεση από και τη μορφίνη (βλ. λέξη). Πρόκειται για συνθετικό παράγωγο της μορφίνης με εμετικές ιδιότητες.

Απταμερή. Από το λατινικό aptus (= κατάλληλος, ταιριαστός) και μέρος. Πρόκειται για συνθετικά ολιγονουκλεοτίδια ή ολιγοπεπτίδια που έχουν την ιδιότητα να συνδέονται με «μικρά» μόρια.

Απτένια (haptens). Από το άπτω (= αγγίζω, προσκολλώμαι). Πρόκειται για «μικρά» μόρια που συνδεόμενα με πρωτεΐνες προκαλούν in vivo ανοσιακή απόκριση.

Αραβινόζη. Από το αραβικό (κόμμι) και την κατάληξη -όζη των σακχάρων.

Αραγονίτης. Από την ισπανική επαρχία Aragon, από την ονομασία ποταμού. Πρόκειται για κρυσταλλική μορφή του ανθρακικού ασβεστίου.

Αραχιδονικό οξύ. Από τα φιστίκια (το φυτό λέγεται αραχίς η υπόγειος).

Αργίλιο. 'Αργι(λ)λος. Παράγωγα του αρχαίου αργός ή αργής (= λευκός, γυαλιστερός).

Αργινίνη. Από το επίθετο αργής, από το αργινόεις (= λευκός, αστραφτερός).

Αργό(ν). Παράγωγο του αρχαίου αργός (ή αργής) που σήμαινε λευκός, γυαλιστερός αλλά και αδρανής.

ργυρος. Παράγωγο του αρχαίου αργός (ή αργής) που σήμαινε λευκός, γυαλιστερός και αδρανής.

Αρένιο. Από το αρωματικός και την κατάληξη -ένιο των ακόρεστων υδρογονανθράκων.

Αρμπουτίνη. Από φυτά του γένους Arbutus, από τη λατινική λέξη arbutus (= δέντρο, θάμνος) ή arbustus (φυτεία δέντρων). Πρόκειται για μονογλυκοζίτη της υδροκινόνης που χρησιμοποιείται ως καλλυντικό.

Αρσενικό. Από την περσική λέξη ζαρνίκ (= χρυσοκίτρινος) με την οποία ονομαζόταν το θειούχο ορυκτό σανδαράχη (As2S3) που χρησιμοποιούταν ως πιγμέντο. Οι αρχαίοι έλληνες εξελλήνισαν τη λέξη σε αρρενικόν ή αρσενικόν. Το ζαρνίκ πέρασε και στα τουρκικά ως ζερνίκ, απ’ όπου επέστρεψε στον ελληνικό χώρο με την ονομασία ζερνίκι που σήμαινε το ποντικοφάρμακο (As2O3). Αναφέρεται ότι στα αγγλικά το θειούχο αρσενικό ονομάζεται οrpiment (από το λατινικό auri pigmentum = χρυσομπογιά).

Ασετόν. Ασετυλίνη. Είναι οι κοινές ονομασίες του ακετυλενίου και της ακετόνης (βλ. λέξεις).

Ασήμι. Το ασήμι προέρχεται από τον «άσημο» άργυρο, εκείνη τη μορφή του μετάλλου που δεν είχε κάποιο σήμα (όπως είχαν τα νομίσματα). Γι’ αυτό είναι ανακόλουθο να λέμε ασημένια νομίσματα!

Ασκορβικό οξύ. Από το στερητικό α- και το σκορβούτο (scorbut στα γαλλικά, από νορβηγική λέξη για την ασθένεια αβιταμίνωσης λόγω έλλειψης βιταμίνης C).

Ασπαραγίνη. Ασπαραγινικό ή Ασπαρτικό. Από το σπαργάω = είμαι γεμάτος υγρά (το α = ευφωνικό).

Ασπαρτάμη. Από το ασπαρτικό οξύ (η κατάληξη αυθαίρετη).

Ασπιρίνη. Από τη σπειραία, το φυτό (ιτιά) που περιέχει μια μορφή του σαλικυλικού οξέος. το α- αναφέρεται στην ακετυλο-ομάδα της ασπιρίνης (ακετυλοσαλικυλικό οξύ).

Ασφαλτένια. Από τη σημιτικής προέλευσης άσφαλτο.

Ατροπίνη. Η ονομασία του γνωστού αλκαλοειδές προέκυψε από την 'Ατροπο, μία από τις τρεις Μοίρες που έκοβε με τρομερό ψαλίδι τις ζωές. Το επίθετο άτροπος = αμετάτρεπτος, αδυσώπητος. Η ατροπίνη υπάρχει στο φυτό Atropa belladonna. Μια άλλη Μοίρα, η Κλωθώ, έδωσε αυτούσια την ονομασία της σε μια πρωτεΐνη.

Ατροπισομερή. Ισομερή, από το στερητικό α- και τον τρόπο (δηλωτικό δυνατότητας στρέψης γύρω από έναν άξονα, π.χ. σε ορισμένα διφαινυλικά παράγωγα).

Ατσάλι. Από την ενετική λέξη azzal (acier στα γαλλικά), από τη λατινική acies (= κοφτερή κόψη), από την ελληνική ακή = αιχμή.

Αττοχημεία. Από το άττο (= δεκαοκτώ στα δανικά, atten), επειδή αναφέρεται σε ποσότητες της τάξης του 10-18 των βασικών μονάδων, συνήθως γραμμάρια και δευτερόλεπτα.

Αφέψημα. Από την πρόθεση από και το ρήμα έψω (= βράζω, ψήνω). Το «π» γίνεται «φ» επειδή το έψω ανήκει στις δασυνόμενες λέξεις (αλλά υπάρχει παράγωγο άπεφθος = καλά βρασμένος, καθαρός, χρησιμοποιείται για τον χρυσό ).

Αφλατοξίνη. Από τον μύκητα Aspergillus flavus (= κίτρινος) και την τοξίνη (βλ. λέξη).

φνιο ή Χάφνιο (Hf). Από την παλιά δανέζικη λέξη Hafnia (= λιμένας) για την Κοπεγχάγη.

Αχάτης. Από τον ομώνυμο ποταμό της Σικελίας.

Αψινθίνη. Από το φυτό Artemisia absinthium, όχι από το αψύς αλλά από την άψινθο, μάλλον περσικής προέλευσης (εξού και το ποτό αψέντι). Πολύπλοκης δομής σεσκιτερπένιο (βλ. λέξη) τύπου λακτόνης με πικρή γεύση και ενδιαφέρουσες φαρμακολογικές ιδιότητες.

Aψισικό οξύ. Βλ. Aμπσισικό (οξύ).

 

Β

Βαζελίνη. Εμπορικό σήμα, από το γερμανικό Wasser (= νερό) και το έλαιο.

Βαζοπρεσίνη. Από τη λατινική λέξη vas (= αγγείο) και την αγγλική press (= πιέζω).

Βακελίτης. Από το όνομα του χημικού Leo Baekeland που έφτιαξε και εκμεταλλεύτηκε το υλικό.

Βακενικό οξύ. Από το λατινικό vacca (= αγελάδα, εξ ου και vaccine = βατσίνα, το εμβόλιο).

Βαλερι(ανι)κός. Το βαλερι(ανι)κό (πεντανοϊκό) οξύ προέρχεται από την ονομασία του φυτού βαλεριάνα (από το κύριο όνομα Βαλέριος).

Βαλίνη. Από το βαλερι(ανι)κό οξύ .

Βάλσαμο. Λέξη σημιτικής προέλευσης.

Βανάδιο. Από τη σκανδιναβική θεότητα Vanadis.

Βανιλίνη. Η βανιλίνη και η βανίλια προέρχονται από την ισπανική λέξη vainilla που σημαίνει τη μικρή θήκη, επειδή οι καρποί του αναρριχητικού φυτού περιέχονται σε «θήκες» όπως εκείνες του αρακά. Η vainilla (υποκοριστικό του vaina) προέρχεται με τη σειρά της από τη λατινική λέξη vagina που σημαίνει επίσης θήκη!

Βαρβιτουρικά (άλατα). Από τη λέξη barba (= γένι, θύσανος), από τον λειχήνα Usnea barbatus.

Βασάλτης. Από τη λατινική λέξη basanites (= πολύ σκληρή πέτρα). Η ίδια λέξη, βασανίτης, είναι ελληνική και προέρχεται από τη βάσανο (= δοκιμή). Η πέτρα αυτή χρησιμοποιόταν, όπως η λυδία λίθος, για τον έλεγχο της καθαρότητας χρυσών αντικειμένων.

Βασιτρασίνη. Αντιβιοτικό πεπτιδικού τύπου, από τον βάκιλλο (bacillus, υποκοριστικό του baculum = βακτηρία) και το όνομα Tracy ενός ασθενή.

Βενζόλιο. Η ετυμολογία του είναι μια ολόκληρη ιστορία που ξεκινά από τη ρητίνη που παράγουν ορισμένα δέντρα της Ν.Α. Ασίας και ονομάζεται στύρακας (από όπου προκύπτει το στυρόλιο). Η ρητίνη αυτή ήταν κάποτε περιζήτητη στα αριστοκρατικά σαλόνια της Ευρώπης, επειδή κατά την καύση της αναδίδει μια ευχάριστη μυρωδιά, κάτι σωτήριο σε εποχές που στους κλειστούς χώρους επικρατούσαν κάθε άλλο παρά ευωδιές. Εκτός από την κάλυψη των δυσάρεστων οσμών, ο στύρακας χρησίμευε επίσης ως φάρμακο, ίσως με βάση τη λανθασμένη αρχή πώς ό,τι μυρίζει καλά κάνει καλό. Το εμπόριο του στύρακα, όπως και των μπαχαρικών, βρισκόταν στα χέρια των Αράβων, που τον αποκαλούσαν λιβάνι της Ιάβας (luban javi), ίσως παραπλανητικά, αφού δεν είναι λιβάνι ούτε προέρχεται από την Ιάβα, αλλά από τη Σουμάτρα. Οι Ευρωπαίοι νόμισαν ότι το lu ήταν παραφθορά του οριστικού άρθρου στα γαλλικά (le, la) και η ρητίνη αποδόθηκε ως benzoin και στα ελληνικά βενζόη. Χρειάστηκε να περάσουν μερικοί αιώνες, ώσπου ένας γερμανός χημικός σκέφτηκε να υποβάλει τη βενζόη σε ξηρή απόσταξη, δηλαδή θέρμανση χωρίς νερό, για να απομονώσει το βενζόλιο. Η «ψυχή» της βενζόης ονομάστηκε αρχικά βενζίνη και για αρκετό καιρό γινόταν δεκτό ότι είναι η ίδια ουσία με το κλάσμα του πετρελαίου που σήμερα λέμε βενζίνη. Όταν συνειδητοποιήθηκε η διαφορά, το βενζόλιο πήρε το δικό του όνομα που σήμερα θα ήταν προτιμότερο να λέγεται βενζένιο.

Βερατρόλη. Από τη λατινική λέξη για το φυτό Veratrum (ελλέβορος). Πρόκειται για το 1,2-διμεθοξυβενζόλιο.

Βερνίκι. Από τη λατινική λέξη vernix (= ευωδιαστή ρητίνη), από την πόλη Βερενίκη της Λιβύης (σημερινή Βεγγάζη), που υπήρξε παραγωγός βερνικιού. Το κύριο όνομα Βερενίκη είναι μακεδονικού τύπου για τη Φερενίκη (που φέρει τη νίκη).

Βεταΐνη. Από το λατινικό Βeta = τεύτλο.

Βεχενικό οξύ. Από το έλαιο (Ben ή behen oil) των σπόρων του φυτού Ben (από περσική λέξη του μήνα συγκομιδής).

Βηρύλλιο. Υποκοριστικό της βηρύλλου, πολύτιμου λίθου ινδικής προέλευσης, όπως και το όνομά του.

Βιλιβερδίνη. Βιλιρουβίνη. Είναι χρωστικές της χολής (λατινικά bilis) και τα χρώματα πράσινος (virdis) και ερυθρός (ruber) που έχουν μεταφραστεί σε χολοπρασίνη και χολερυθρίνη.

Βινκριστίνη. Από τις λατινικές λέξεις vinca (= κλήμα) crista (= κορυφή). Πρόκειται για αλκαλοειδές με αντικαρκινικές ιδιότητες.

Βινύλιο. Η ακόρεστη ομάδα CH2=CH- ονομάζεται βινύλιο επειδή προέρχεται έμμεσα από την αιθανόλη, προϊόν του οίνου (λατινικά vinum), από το κλήμα (= vinca) και την ύλη.

Βιολογόνο. Παράγωγο του 4,4'-διπυριδυλίου, το οποίο με αναγωγή προσλαμβάνει ένα ηλεκτρόνιο και μετατρέπεται σε ρίζα με ιώδες χρώμα (βιολετί + γεννώ).

Βιοτίνη. Από το αρχαίο βίοτος = ζωή.

Βιοτίτης. Από τον γάλλο επιστήμονα Biot.

Βισαβολένια. Από την αφρικανική ονομασία δέντρου που παράγει την αρωματική ρητίνη bisabol. Πρόκειται για σεσκιτερπένια (βλ. λέξη).

Βισμούθιο. Από δύο παλιές γερμανικές λέξεις που σήμαιναν «λευκή μάζα».

Βισκόζη. Από το λατινικό viscum (= ιξός).

Βιτουμένια. Από το λατινικό bitumen (= άσφαλτος), από το betulla (= σημύδα).

Βιτριόλι. Ονομασία του θειικού οξέος εξαιτίας της υαλώδους μορφής του (όταν δεν περιέχει νερό είναι παχύρρευστο), από το λατινικό vitrum = γυαλί. Τα ένυδρα θειικά άλατα του χαλκού, του σιδήρου και του ψευδαργύρου ονομάζονταν αντίστοιχα γαλάζιο, πράσινο και λευκό βιτριόλι.

Βολτ. Βολταϊκός κ.λπ. Από τον Βόλτα.

Βολφράμιο. Από παλιά γερμανική λέξη για τον λύκο (και πιθανώς για την καπνιά).

Βομβυκόλη. Από την αρχαία λέξη βόμβυξ = μεταξοσκώληκας.

Βόρακας. Βόριο. Από αραβική ή περσική λέξη για το ορυκτό βόρακα.

Βοτουλίνη (επίσης βοτυλίνη). Η τοξίνη του βακτηρίου Clostridium botulinum, η ονομασία του οποίου υποδηλώνει την προέλευσή του, τα αλλαντικά.

Βουλκανισμός. Από τον ρωμαϊκό θεό της φωτιάς Vulcan, αντίστοιχο του Ήφαιστου.

Βουράζο. Τουρκικής-αραβικής προέλευσης, ο βόρακας.

Βουτάνιο. Από το βουτυρικό οξύ που απαντά στο τυρί και ως εστέρας (γλυκερίδιο) στο βούτυρο.

Βουφοτενίνη. Από τις λατινικές λέξεις Bufo (= βάτραχος) και tenere (= κρατώ), αλκαλοειδές ινδολικού τύπου.

Βρομελαΐνη. Από την ονομασία bromelin του ανανά (οικογένεια Βromeliads) από τον σουηδό βοτανολόγο Bromelius. Πρόκειται για πρωτεολυτικό ένζυμο.

Βρυκίνη. Από το όνομα κάποιου Bruce.

Βρυοστατίνη. Από το βρύο και την στατίνη (βλ. λέξη).

Βρώμιο. Από το ρήμα βρωμέω (= αποφέρω δυσωδία), λόγω της διαπεραστικής μυρωδιάς του στοιχείου. Η γραφή βρόμιο είναι λάθος, αν και υπάρχει ρήμα βρομέω (= τρίζω, κοχλάζω).

Βωξίτης. Από τη γαλλική πόλη Les Baux.

 

Γ

Γάββρος. Από το χωριό της Τοσκάνης Gabbro, από τη λατινική λέξη glaber (= φαλακρός, λείος).

Γαδολίνιο. Από τον σουηδό χημικό Gadolin.

Γαλβανιζέ. Γαλβανόμετρο κ.λπ. Από τον ιταλό Galvani.

Γαληνίτης. Από το λατινικό galena (το ορυκτό θειούχος μόλυβδος).

Γαλλικό οξύ. Από τα βελανίδια (galla στα λατινικά), όπου το γαλλικό οξύ – μητρική ένωση των ταννινών – απαντά σε μεγάλες ποσότητες ως δεψίδιο (βλ. λέξη).

Γάλλιο. Οι ερμηνείες διχάζονται: είτε πρόκειται για ονομασία προς τιμή της Γαλλίας είτε για λογοπαίγνιο από το όνομα του γάλλου που ανακάλυψε το στοιχείο (το μικρό του όνομα Lecoq = gallus στα λατινικά, δηλ. πετεινός).

Γέλη. Από το ιταλικό gelatina, από το λατινικό gelatus (= παγωμένος).

Γενίνη. Από τα μορφήματα γεν (γεννώ) και ίνη (δεν πρόκειται όμως για αμίνες). Συνήθως πρόκειται για το δεύτερο συστατικό γλυκοζιτών με άγλυκο στεροειδούς χαρακτήρα, π.χ. σαπωγενίνη.

Γενιστεΐνη. Από το φυτό Genista (= σκούπα) tinctoria, ανήκει στις ισοφλαβόνες.

Γεντιανόζη. Γεντιοβιόζη. Από το φυτό γεντιανή, από το όνομα βασιλιά της Ιλλυρίας Γέντιο (Gentus). Το –βι- της γεντιοβιόζης δηλώνει ότι είναι δισακχαρίτης, ενώ η γεντιανόζη είναι τρισακχαρίτης.

Γιβερελίνες. Από τον μύκητα Gibberella, υποκοριστικό των λατινικών gibber και gibbus (= καμπούρα). Πρόκειται για ομάδα φυτικών ορμονών.

Γκάζι. Λέξη-αντιδάνειο, σπάνιας πλέον χρήσης, με τη δική της ιστορία: προτού συνδεθεί με το φωταέριο, σήμαινε γενικά την αέρια κατάσταση μιας ουσίας (gas ή gaz) και προερχόταν από το χάος. Το Χάος στη μυθολογία αντιπροσώπευε την αρχική μορφή του σύμπαντος, πριν τη δημιουργία, δηλαδή μια τέλεια αταξία. Εκ των υστέρων γνωρίζουμε ότι τα μόρια των αερίων χαρακτηρίζονται από ανάλογη αταξία, καθώς κινούνται ακατάπαυστα με κάθε δυνατό τρόπο. Στην περίπτωση του χάους, chaos στα αγγλικά σημαίνει πρωταρχικά ό,τι και στα ελληνικά, παράλληλα όμως αποτελεί επιστημονικό όρο και αναφέρεται στην κατάσταση πολύπλοκων συστημάτων (χαοτικά), των οποίων η συμπεριφορά, αν και δεν είναι «κανονική», μπορεί εντούτοις να περιγραφεί με μαθηματικούς τρόπους. Η επιστήμη του χάους βρίσκει εφαρμογές όχι μόνο στη χημεία αλλά και σε άλλα επιστημονικά πεδία.

Γκιγκολίδιο. Βλ. Τζιγκολίδιο.

Γκρελίνη. Αρκτικόλεξο της ορμόνης ­ growth hormone-releasing hormone + in (= ghrelin).

Γλοβίνες (και γκλομπίνες). Λέγονται οι σφαιρίνες, σφαιρικές πρωτεΐνες (globus = σφαίρα).

Γλοιαδίνη. Πρωτεΐνη των δημητριακών, από την κόλλα (γλοία).

Γλοιόνια (gluons). Από την κόλλα (γλοία). κακώς αποδίδονται ως γλουόνια.

Γλουταμ(ιν)ικό οξύ. Από τη λατινική λέξη gluten για την κόλλα.

Γλουταρικό οξύ. Από τη λατινική λέξη gluten (= κόλλα) και το ταρταρικό (τρυγικό) οξύ.

Γλουτένη. Το κολλώδες πρωτεϊνικό τμήμα του αλευριού, από τη λατινική λέξη gluten (= κόλλα).

Γλυοξάλη. Από τις λέξεις γλυκόλη + οξαλικό + αλδεΰδη.

Γνεύσιος. Από την αγγλική λέξη gneiss, από παλιά λέξη γερμανικής προέλευσης που σήμαινε σκουριά ή σπινθηρισμό (το πέτρωμα πράγματι εμφανίζει λάμψεις κατά τον φωτισμό).

Γοναδοτροφίνη. Από τις γονάδες και το τρέφω.

Γοσυπόλη. Από το λατινικό Gossypium (= βαμβάκι).

Γουαϊακόλη. Από το Guaiacum, όνομα φυτών των τροπικών (δέντρων και λουλουδιών), τζαμαϊκανής προέλευσης (μονομεθυλαιθέρας της πυροκατεχόλης.

Γουανιδίνη. Γουανίνη. Γουανοσίνη. Από την ισπανική λέξη guano (= κοπριά από θαλασσοπούλια).

Γουλόζη. Από τη γλυκόζη.

Γουταπέρκα. Από τις μαλαισιανές λέξεις γκούτα (= κόμμι) και πέρκα (ονομασία του δέντρου που εκκρίνει την γουταπέρκα)

Γραμικιδίνη. Από τη λατινική λέξη gramen, γεν. graminis (= γρασίδι), αντιβιοτικό.

Γραμίνη. Όπως και η προηγούμενη από το gramen, αλκαλοειδές ινδολικού τύπου.

Γρανάτες. Οι γρανάτες (garnets στα αγγλικά) πήραν την ονομασία τους από ορισμένα μέλη τους που έχουν το χρώμα των σπόρων του ροδιού και εμφανίζονται συχνά πακεταρισμένοι στενά, όπως στο ρόδι (στα λατινικά granatum).

Γρανίτης. Από το λατινικό granum (= κόκκος), εξαιτίας της υφής του.

Γραφένιο. Γραφίτης. Από το γράφω, επειδή ο γραφίτης αφήνει ίχνος όταν συρθεί σε επιφάνειες.

Γύψος. Λέξη σημιτικής προέλευσης.

 

Δ

Δεξτρίνες. Από το dextrus (= δεξιός).

Δεψίδια. Από τη δέψη, τη διαδικασία μετατροπής του ακατέργαστου δέρματος σε κατεργασμένο (είναι εστέρες φαινολοξέων).

Δημήτριο. Μετάφραση του cerium (Ce), από τη θεά (και ουράνιο σώμα) Ceres, δηλ. Δήμητρα.

Διαμάντι. Από τη λέξη αδάμας (γεν. αδάμαντος) που σημαίνει αδάμαστος, λόγω της σκληρότητάς του.

Διήθηση. Από την πρόθεση διά και το ηθέω (= στραγγίζω, διυλίζω).

Διμερές. Αποτελούμενο από δύο μέρη.

Διγιτοξίνη. Σύνθετο από συγκοπή της δακτυλίτιδας (Digitalis, από το λατινικό digitus =δάκτυλος) και αργότερα ψηφίο) και την τοξίνη (βλ. λέξη).

Διοξίνη. Λόγω της δομής της, με δύο ετεροκυκλικά οξυγόνα. Ωστόσο κυρίαρχο δομικό στοιχείο των διοξινών είναι ότι περιέχουν πολλά άτομα χλωρίου (έως 8).

Διοσγενίνη. Από το φυτό Dioscorea (από τον Διοσκορίδη), το μόρφημα γεν (γεννώ) και την κατάληξη ίνη. Πρόκειται για στεροειδή σαπωνίνη.

Δολιχόλες. Από την αρχαία λέξη δολιχός (= μακρύς). Πρόκειται για πολυακόρεστες αλκοόλες (πολυπρενόλες, π.χ. του τύπου C100H163OH) που ονομάστηκαν έτσι λόγω της μακριάς ανθρακικής αλυσίδας τους.

Δυνεΐνες. Από την δύνη (= δύναμη). Πρόκειται για κινητήριες πρωτεΐνες.

 

Ε

Εβονίτης. Από τον έβενο, λόγω του μαύρου χρώματός του.

Ελιξήριο. Οι Αλεξανδρινοί αλχημιστές πίστευαν ότι για να μεταστοιχειώσουν τα κοινά μέταλλα σε χρυσό ήταν απαραίτητη μια ουσία που όταν την ανακάτευαν με το λιωμένο μέταλλο θα προκαλούσε την ποθητή μεταμόρφωση. Μια τέτοια ουσία φαντάζονταν ότι έπρεπε να έχει τη μορφή κάποιας λιθώδους ουσίας – τη φιλοσοφική λίθο – και την αποκαλούσαν ξηρίον. Οι 'Αραβες αλχημιστές τη μετέφρασαν σε al iksir και η λέξη επέστρεψε ως ελιξήριο, όχι τόσο με την πρώτη έννοια όσο ως φαρμακευτικό παρασκεύασμα.

Ελλαγικό οξύ. Από αναγραμματισμό του galle (= βελανίδι στα γαλλικά), βλ. και γαλλικό οξύ.

Εμουλσίνη. Από την αγγλική λέξη emulsion (= γαλάκτωμα). Πρόκειται για μίγμα υδρολυτικών ενζύμων (καταλύουν την υδρόλυση γλυκοζιτών).

Ενδιανδρικά οξέα. Από το δέντρο Endiandra introrsa. Πρόκειται για μεταβολίτες πολύπλοκης δομής που απαντούν σε ρακεμική μορφή.

Ενδορφίνη. Συμφυρμός από τις λέξεις ένδον και μορφίνη (βλ. λέξη).

Ενθαλπία. Από τις λέξεις εντός (ενέργεια) και θάλπος = θερμότητα.

Εντροπία. Από τις λέξεις εντός (ενέργεια) και τρόπος = μετατροπή.

Ένωση. Από το ενώνω, από το είς (γεν. ενός).

Επικατεχίνες. Βλ. κατεχίνες. Το πρόθεμα επι- δηλώνει ένα είδος ισομέρειας.

Έρβιο. Από το υττέρβιο (βλ. λέξη).

Εργοτίνη. Από την ονομασία του μύκητα Εrgot (από παλιά γαλλική λέξη που σημαίνει το σπιρούνι του πετεινού), ομάδα αλκαλοειδών ινδολικού τύπου.

Ερουκικό οξύ. Από ένα είδος λάχανου (λατινικά Eruca).

Εστέρες. Αρχικά δεν γινόταν διάκριση από τους αιθέρες. Όταν έγινε αντιληπτή η διαφορετικότητά τους, επειδή ο πιο γνωστός αντιπρόσωπος ήταν το οξικό αιθύλιο (essig στα γερμανικά σημαίνει οξικός) essig + ether συγχωνεύτηκαν σε esther που απλοποιήθηκε σε ester.

Εστραγ(κ)όλη. Από τη γαλλική λέξη του φυτού estragon, από τη βυζαντινή ταρχόν, από την αραβική tarhun, από το δρακόντιον! Πρόκειται για ισομερές της ανηθόλης (βλ. λέξη).

Ευδιόμετρο. Από το εύδιος = καθαρός, ήπιος (για τον αέρα). Ευδία είναι η γαλήνη.

Εφεδρίνη. Από το φυτό εφέδρα (επί + έδρα. το π γίνεται φ επειδή η έδρα ήταν δασυνόμενη λέξη).

Εωσίνη. Ορθότερα ηωσίνη, από την Ηώ, θεά της αυγής.

 

Ζ

Ζαφείρι. Από την αρχαία σάπφειρο, ανατολικής προέλευσης.

Ζελ και Τζελ. Ζελατίνα. Ζελέ. Από το ιταλικό gelatina, από το λατινικό gelatus (= παγωμένος). Το (τ)ζελ αποδίδεται ως γέλη.

Ζεαξανθίνη. Από το νεολατινικό zea (= καλαμπόκι) και το ξανθός.

Ζελσολίνη (gelsolin). Από το ζελ (βλ. λέξη) και το αγγλικό solution (= διάλυμα). Πρόκειται για συνδετική πρωτεΐνη.

Ζεόλιθοι. Από τις λέξεις ζέω (= βράζω) και λίθος, καθώς πρόκειται για ορυκτά σε κοιλότητες των οποίων υπάρχει νερό που με θέρμανση βράζει και αποβάλλεται.

Ζιρκόνιο. Από αραβική λέξη που σημαίνει «χρυσοκίτρινος». είναι η απόχρωση ενός πυριτιούχου ορυκτού του στοιχείου που απαντά στη Σρι Λάνκα και χρησιμοποιείται ως ημιπολύτιμος λίθος, με τις ονομασίες ζιργκόν και υάκινθος.

 

Η

Ηθμός. Αρχαία λέξη που σημαίνει σουρωτήρι, στραγγιστήρι και πόρος, παράγωγο του ρήματος ηθέω.

Ηλεκτρικό οξύ. Ηλεκτρίδιο. Ηλεκτρόνιο. Ήλιο κ.λπ. Από το ήλεκτρον, από το Ηλέκτωρ = Ήλιος.

 

Θ

Θαλιδομίδη. Από την πλήρη ονομασία της ένωσης, φθαλιμιδογλουταριμίδη(ιο).

Θάλλιο. Από τον θαλλό (= νεαρός βλαστός) λόγω του πράσινου χρώματος του φάσματος εκπομπής του μετάλλου.

Θείο. Από το θύω (= καίω, καπνίζω και προσφέρω θυσία).

Θειορεδοξίνη. Από το θείο και τις αγγλικές λέξεις reduction (= αναγωγή) και oxidation. Πρόκειται για πρωτεΐνη που συμμετέχει σε οξειδοαναγωγές.

Θειοφαίνιο. Από το θείο και το ρήμα φαίνω = λάμπω.

Θεοβρωμίνη. Από το θεός και βρώμος ή βρώμα (= τροφή στα αρχαία ελληνικά, αλλά και δυσωδία, βλ. βρώμιο). Λόγω της εξαιρετικής γεύσης του κακάο, ένα από τα πρώτα συστατικά του που απομονώθηκαν ονομάστηκε θεοβρωμίνη.

Θηβαΐνη. Από τις Θήβες της Αιγύπτου (θηβαϊκό όπιο).

Θόριο. Από τον Θορ, σκανδιναβική θεότητα.

Θούλιο. Από τη Θούλη, παλιά ονομασία της Σκανδιναβίας.

Θρεόζη. Θρεονίνη. Από το ερυθρός με μερικό αναγραμματισμό.

Θρυπτοφάνη. Από τα ρήματα θρύπτω και φαίνομαι.

Θυμιδίνη. Παραπλανητική ονομασία. Από την θυμίνη ενωμένη με δεοξυριβόζη (νουκλεοζίτης, δηλ. γλυκοζίτης).

Θυμίνη. Αμίνη (-ίνη) από τον θύμο αδένα ο οποίος μοιάζει με δεμάτι από θυμάρι.

Θυμόλη. Φαινόλη από το θυμάρι.

Θυροξίνη. Από τον θυρεό (θυρεοειδή αδένα, θύρα) και το οξυγόνο.

 

Ι

Ιασμονικό οξύ. Από τον ίασμο (= γιασεμί). Το ιασμονικό μεθύλιο είναι φυτορμόνη.

Ίασπις. Αρχαία ελληνική λέξη, από εβραϊκή-αιγυπτιακή.

Ιδόζη. Από το λατινικό idem (= ο ίδιος), ως ισομερές της γλυκόζης.

Ίζημα. Από το ρήμα ίζω (= κατακαθίζω, καθιζάνω).

Ιμβερτάση. Από το αγγλικό ρήμα invert (= αναστρέφω). Πρόκειται για το ένζυμο που μετατρέπει τη γλυκόζη σε φρουκτόζη.

Ιμβερτοποίηση. Η παραπάνω μετατροπή (ισομερείωση).

Iλμενίτης. Από τα ρωσικά όρη Ιλμεν (το ορυκτό FeTiΟ3).

Ιμιδαζόλιο. Από τέσσερα μορφήματα: ιμιδ (άζωτο με διπλό δεσμό N=C, ιμίδιο), αζ, ολ (πενταμελής δακτύλιος) και ιο.

Ιμίνη. Από την αμίνη, γενική ονομασία ακόρεστων αζωτούχων παραγώγων του επιμέρους τύπου C=N.

Ιμπογκαΐνη. Από το αφρικανικό φυτό Iboga. Αλκαλοειδές με ψυχεδελικές ιδιότητες.

Ινδάνιο. Ινδικάνη. Ινδικό. Ινδόλιο κ.λπ. Από το επίθετο και το φυτό ινδικό.

Ίνδιο. Οφείλει την ονομασία του στο χρώμα που εκπέμπει κατά τη θέρμανση (indigo είναι στα λατινικά το σκούρο μπλε, στα ισπανικά το λουλάκι και στα αγγλικά μια μπλε φυτική χρωστική).

Ινοσίτης ή Ινοσιτόλη. Από την μυϊκή ίνα (ις, ινός) και τα μορφήματα –ιτ–(ης) και –όλη. Πρόκειται για κυκλική πολυαλκοόλη, με 6 υδροξύλια.

Ινουλίνη. Σάκχαρο, από το φυτό Inula hellenium.

Ινσουλίνη. Από το λατινικό insula (= νησί), επειδή παράγεται στο πάγκρεας από εξειδικευμένα κύτταρα, τις «νησίδες του Langerhans».

Ιντεγκρίνες. Από το αγγλικό ρήμα integrate (= ολοκληρώνω). Πρόκειται για πρωτεΐνες που συντελούν στη συγκόλληση των κυττάρων.

Ιντερφερόνη. Από τα λατινικά inter (= δια) και ferire (= κτυπώ) επειδή προκύπτει από τα ανοσιακά κύτταρα όταν αντιμετωπίζουν «επίθεση» από ιούς.

Ιντρόνια. Από τον όρο intragenic region, δηλ. Μια περιοχή (νουκλεοτιδίων) μέσα σε ένα γονίδιο.

Ιξώδες. Από τον ιξό (γκι).

Ιόν. Από το ρήμα ίημι = κάνω να κινηθεί (αρχικά για το φορτισμένο κινούμενο άτομο κατά την ηλεκτρόλυση).

Ιονόνη. Από το ίον (= βιολέτα). τερπενικό παράγωγο (κετόνη) πολλών αιθέριων ελαίων.

Ιουγλόνη. Από τη λατινική λέξη Juglans (= καρυδιά). Χρωστική με δομή κινόνης.

Ιρίδιο. Από τη θεά Ίριδα, τη γοργοπόδαρη αγγελιαφόρο των θεών (βλ. επόμενη λέξη).

Ιριζίνη. Από την Ίριδα. Πρόκειται για ορμόνη που μεταφέρει στον οργανισμό μηνύματα από τους μυς στον λιπώδη ιστό.

Ιρσουτιδίνη. Από τη λατινική λέξη hirsutus (= μαλλιαρός). Πρόκειται για μεθυλιωμένη ανθοκυανιδίνη.

Ισατίνη. Από το βαφικό φυτό ίσατις.

Ισομερή. Επειδή αποτελούνται από ίσα μέρη (ατόμων, διαφορετικά διευθετημένων).

Ισοπρένιο. Πρόκειται για ονομασία που προέκυψε από την απόδοση λανθασμένης δομής, καθώς προτάθηκε το 1860 με την παραδοχή ότι ο υδρογονάνθρακας είχε 3 άτομα άνθρακα (εξ ου το πρεν-, από το προπένιο-προπιονικό οξύ). Η ομάδα C5H9 ονομάζεται απλώς πρενύλιο. Σημειώνεται ότι το προπένιο και το ισοπρένιο διαφέρουν μόνο κατά 2 εκατοστιαίες μονάδες στην περιεκτικότητα σε άνθρακα (C: 85,7% και 87,8%).

Ισοστερή. Από τα ίσος και στερεός, για μόρια με το ν ίδιο αριθμό ηλεκτρονίων της εξωτερικής στιβάδας, π.χ. CO2 και Ν2Ο.

Ισότονος. Όπου τόνος = τέντωμα, ένταση, ρυθμός, μέτρο, αρμονία.

Ισταμίνη. Ιστιδίνη. Από τον ιστό (ρήμα ίσταμαι).

Ιστριονικοτοξίνες (histrionicotoxins). Από τον βάτραχο Oophaga histrionicα, από το λατινικό histrionicus (= ταιριαστός σε ηθοποιό, υποκριτικός), από το histrio, γεν. histrionis (= ηθοποιός). Πρόκειται για αλκαλοειδή που απαντούν στο δέρμα βατράχων προερχόμενα από την τροφή τους (έντομα).

Ιτακονικό οξύ. Από αναγραμματισμό του ακονιτικού οξέος (βλ. λέξη), ακόρεστο δικαρβοξυλικό οξύ.

 

Κ

Καδαβερίνη. Από το λατινικό cadaver (= πτώμα).

Καδινένια. Σεσκιτερπένια (βλ. λέξη), από ένα είδος άρκευθου (Cade juniper).

Κάδμιο. Από το ορυκτό καδμεία, από τον μυθικό βασιλέα Κάδμο, ιδρυτή της Θήβας.

Καζεΐνη. Από το λατινικό casa (= τυρί).

Καθιζάνω. Από την πρόθεση κατά και το ρήμα ίζω (= κατακαθίζω). το ταυ γίνεται θήτα επειδή το ίζω είναι δασυνόμενη λέξη.

Καίσιο. Από το λατινικό caesius (= γαλανός), λόγω των φασματικών του γραμμών, όταν θερμανθεί.

Κακωδύλιο. Από το κακώδης, με κακή μυρωδιά (οδωδή = οδμή = οσμή), (αντίθετο του ευώδης). πρόκειται για οργανική «ρίζα» του αρσενικού.

Καλάι. Τουρκικής προέλευσης, ο κασσίτερος.

Κάλιο. Αραβικής προέλευσης, al kali (= η πυρωμένη στάχτη).

Καλιτσεαμυκίνη. Αντιβιοτικό, από χαλίκι και μυκίνη (από μύκητα).

Καλμοδουλίνη. Πρωτεΐνη που διακινεί ιόντα ασβεστίου (calcium) ρυθμίζοντας (modulate) τη λειτουργία ενζύμων και άλλων πρωτεϊνών.

Καλομέλας. Η ετυμολογία από το καλός και μέλας αμφισβητείται, επειδή πρόκειται για λευκή ουσία. Μάλλον προήλθε από την επίδραση αλκαλίων (αμμωνίας), οπότε μαυρίζει.

Καλσίτης. Από την αγγλική λέξη calcium (= ασβέστιο), από το η λατινική calx, γεν. calcis (= ασβεστόλιθος), από την αρχαία ελληνική χάλιξ.

Καλσιτονίνη. Από calx (βλ.προηγούμενη λέξη) και τον τόνο. Πρόκειται για ορμόνη.

Καλσιφερόλη. Από calx (βλ.προηγούμενη λέξη) και το ρήμα φέρω. Πρόκειται για βιταμίνη.

Καλυξαρένια (και καλιξαρένια). Ενώσεις που αποτελούνται από «αρωματικά» μόρια (αρένια), όπως το βενζόλιο, και μοιάζουν με κάλυκα λουλουδιού (μπουμπούκι). στην κοιλότητά τους μπορούν να εγκλωβιστούν μικρά μόρια, ώστε χρησιμεύουν στην παγίδευσή τους καθώς και σε διαχωρισμούς μιγμάτων ουσιών. Κάλυξ ήταν επίσης η ονομασία ενός δοχείου παρόμοιου σχήματος (από το καλύπτω).

Καμφάνιο. Καμφορά. Από το όνομα του ασιατικού δέντρου το οποίο παράγει την καμφορά.

Καναβινόλη. Από την κάνναβι (σκυθικής ή θρακικής προέλευσης).

Κανθαριδίνη. Από τον κάνθαρο (= το έντομο σκαθάρι και είδος ποτηριού) που προέρχεται από τον κανθό (= κυρτός). Πρόκειται για ουσία με ισχυρό αφροδισιακό χαρακτήρα από ένα ισπανικό σκαθάρι.

Κανόνας. Από τη λέξη κάννα (= καλάμι), επειδή μεταξύ άλλων ήταν καλαμένιο ξυλουργικό εργαλείο για τη μέτρηση του μήκους.

Καντερίνες (cadherins). Από τις λέξεις calcium dependent adhesion (= προσκόλληση εξαρτώμενη από το ασβέστιο). Πρόκειται για μεμβρανικές πρωτεΐνες που συντελούν στη συγκόλληση των κυττάρων προς ιστούς.

Καολίνης. Από την κινέζικη ονομασία του ορυκτού.

Καουτσούκ. Από γλώσσα ιθαγενή της Ν. Αμερικής (= δάκρυ του δέντρου).

Καπρικός. Καπρονικός. Καπρυλικός. Από το λατινικό capra (= κατσίκα).

Καραγενάνη ή Καραγενάνιο (carragheenan). Από το όνομα ενός ιρλανδικού χωριού (Carragheen). Πρόκειται για σύνθετο πολυσακχαρίτη των φυκιών.

Καραμέλα. Από τα λατινικά canna (= καλάμι) και mel (= μέλι).

Καρβακρόλη. Από το αρωματικό φυτό Carum carvi (αγγλικά caraway = κύμινο).

Καρβανιόν. Από το λατινικό carbo (= ξυλάνθρακας, ξυλοκάρβουνο) και ανιόν.

Καρβένιο. Καρβίδιο. Από το λατινικά carbo (= ξυλάνθρακας), παράγωγα της ομάδας CH2.

Καρβοκατιόν. Από το λατινικό carbo (= ξυλάνθρακας) και κατιόν.

Καρβόνη. Από το ιταλικό carvi (= κύμινο). Πρόκειται για τερπενική κετόνη. Βλ. και καρένιο.

Καρβοράνιο. Από το λατινικά carbo (= ξυλάνθρακας), το βόριο και την κατάληξη -άνιο (κορεσμένο υδρογονοπαράγωγο).

Καρένιο. Από τα φυτά του γένους Carum, από το λατινικό επίθετο carus (= αγαπητός), εξ ου και caraway στα αγγλικά = κύμινο. Πρόκειται για υδρογονάνθρακα, μείζον συστατικό πολλών αιθέριων ελαίων κωνοφόρων.

Καρμινικό οξύ. Καρμίνιο. Από τη νεολατινική λέξη carminium (= προϊόν εντόμων), από σανσκριτική ρίζα που σημαίνει σκουλήκι και έντομο. Πρόκειται για χρωστική που παράγεται από έντομα (βλ. κερμεζικό).

Καρναλίτης. Από τον γερμανό ορυκτολόγο von Karnall.

Καρνιτίνη. Καρνοσίνη. Από το λατινικό carne (= κρέας).

Καρνοτίτης. Από τον γάλλο ορυκτολόγο A. Carnot.

Κασσίτερος. Από ασιατική γλώσσα, μάλλον ινδική.

Κατάλυση. Αρχικά «κατάλυση» σήμαινε «κατάργηση, τερματισμός κ.λπ.» ώσπου ο Berzelius χρησιμοποίησε τη λέξη για να περιγράψει το φαινόμενο της έκβασης μιας αντίδρασης – της υδρόλυσης του αμύλου προς γλυκόζη κατά την επίδραση οξέων – όπου ένα αντιδραστήριο δεν συμμετέχει στα τελικά προϊόντα. Κατάλυση ήταν η καταστροφή του αμύλου και η μετατροπή του σε γλυκόζη, με το οξύ να παίζει τον ρόλο του ενδιάμεσου, του καταλύτη. Η λέξη «λύση» χρησιμοποιείται επίσης για τη διάσπαση ενός δεσμού, ενώ σε σύνθετες λέξεις χημικού ενδιαφέροντος απαντά ως διάλυση, ανάλυση, ηλεκτρόλυση, φωτόλυση, ομόλυση, ετερόλυση, υδρόλυση, αλκοόλυση, διαλυτόλυση (σολβόλυση) κ.λπ.

Κατενάνια. Από τη λατινική catena (= αλυσίδα, καδένα).

Κατεχίνες. Κατεχόλη. Από τον χυμό ενός ινδικού είδους ακακίας (κατεχού). Πρόκειται για φαινολικά παράγωγα: η κατεχόλη ή πυροκατεχόλη είναι το 1,2-διυδροξυβενζόλιο, ενώ οι κατεχίνες (και επικατεχίνες) είναι εστέρες του γαλλικού οξέος και συναφών φαινολοξέων αποτελούν συστατικά του τσαγιού και του κακάο.

Καψαϊκίνη. Από το φυτό Capsicum, από την κάψα.

Κβαντικός. Από το λατινικό quantum (= μικρή ποσότητα).

Κεζάπι. Τουρκικής προέλευσης, το υδροχλωρικό οξύ.

Κελοβιόζη. Από το κελλί (λατινικά = cella, από το celare = σκεπάζω, κρύβω), το βι (από bis= δι) και –όζη η κατάληξη σακχάρου.

Κελουλόζη. Από το κελλί, λατινικά = cella, από το celare = σκεπάζω, κρύβω.

Κεπλερικά (άλατα). Από τον γερμανό αστρονόμο Κέπλερ.

Κεραμίδια. Από τους κερεβροζίτες (βλ. λέξη) και τα αμίδια.

Κεραμικός. Από το κέραμος ή το κεράννυμι (= ανακατεύω). Κατ’ άλλους πιθανή προέλευση είναι από το λατινικό ρήμα cremo (= ψήνω). Η κρέμα προέρχεται από το χρίσμα (αντιδάνειο).

Κερεβροζίτες. Από το λατινικό cerebrum (= εγκέφαλος) και την κατάληξη –οζίτης που δηλώνει παράγωγο σακχάρου (γλυκοζίτης).

Κερκετίνη. Από τη λατινική λέξη Quercus (= βελανιδιά).

Κερμεζικό (οξύ). Από το έντομο κέρμης (Κermes vermilio). Από αραβική και σανσκριτική λέξη που σημαίνει κόκκινο από έντομα (κρεμέζι).

Κερουλεΐνη. Από τη λατινική λέξη caeruleus (= κυανός). Πρόκειται για πεπτίδιο που απομονώθηκε από το πρασινοκύανο δέρμα ενός βάτραχου.

Κερουλοπλασμίνη. Από τη λατινική λέξη caeruleus (= κυανός), εξαιτίας του βαθυκύανου χρώματός της, και το πλάσμα. Πρόκειται για οξειδωτικό ένζυμο που περιέχει ιόντα χαλκού.

Κερουσίτης. Από τη λατινική λέξη cerussa (= λευκός μόλυβδος), μάλλον από τον κηρό. Πρόκειται για τον ανθρακικό μόλυβδο.

Κετένη. Από την κετόνη + ένιο.

Κητάνιο (cetane). Από το κήτος (= cetus στα λατινικά). Πρόκειται για το δεκαεξάνιο που χρησιμεύει ως πρότυπο καύσιμο. Η ονομασία επειδή μοιάζει με το λίπος των φαλαινών.

Κητυλική αλκοόλη. Από το κήτος. Πρόκειται για τη δεκαεξανόλη.

Κικινέλαιο. Από το κίκι (λέξη αιγυπτιακή για το ρετσινόλαδο), από το φυτό κρότωνα (Ricinus communis).

Κινίνη. Από την ισπανική quina (= φλοιός κιγχόνας, cinchona), από την περουβιανή λέξη για το δέντρο quechua kina.

Κιννάβαρι. Από ανατολική γλώσσα.

Κινναμωμικό (οξύ. Από το κιννάμωμο (κανέλα), πιθανώς από εβραϊκή λέξη (δεν ισχύει η παρετυμολογία από το επίθετο άμωμος).

Κινολίνη. Από την κινίνη (προϊόν αποικοδόμησής της).

Κινόνη. Από την ισπανική quina (βλ. κινίνη) και την κατάληξη όνη.

Κιούριο (Cm). Από τη Μαρία Κιουρί.

Κιτρουλλίνη. Από το λατινικό citrullus (= καρπούζι).

Κλαθρίνη. Από την αγγλική λέξη clathrate που προήλθε από τη λατινική clathrus και σημαίνει δίκτυο. Η λατινική λέξη έλκει την καταγωγή από το κλείθρον (κλειδί), το οποίο είναι παράγωγο του κλεί(ν)ω. Η κλαθρίνη είναι πρωτεΐνη που συμμετέχει στον σχηματισμό κυστιδίων.

Κλαθρίτες. Όπως και η προηγούμενη. Ο αγγλικός όρος σημαίνει μη στοιχειομετρικές ενώσεις όπως είναι οι υδρίτες του μεθανίου (στα ελληνικά ενώσεις εγκλεισμού αλλά και κλαθρίτες), στις οποίες μόρια μεθανίου είναι εγκλωβισμένα (περικλείονται) στην κοιλότητα που σχηματίζει το κρυσταλλικό πλέγμα του πάγου.

Κλάστερ. Από την αγγλική λέξη cluster που αναφέρεται σε σφαιρόμορφα συσσωματωμένα αντικείμενα (άτομα, κύτταρα, τσαμπί από σταφύλι, σμήνος αστεριών κ.λπ. αλλά και μαθηματικός όρος, αναφερόμενος συχνά σε σημεία γραφικών παραστάσεων). Αποδίδεται και ως συστάδα, συστοιχία, σύνολο, συγκρότημα. Στη χημεία χρησιμοποιείται κυρίως για μεταλλικά συσσωματώματα ατόμων καθορισμένης σύστασης, όπως τα κλάστερ του χρυσού, αλλά και στη χημειομετρία για ομαδοποιήσεις φυσικών προϊόντων. Η λέξη προέρχεται από την αρχαία αγγλική clyster που σήμαινε το κλύσμα, από την ελληνική λέξη κλυστήρ = σύριγγα, κλύσμα, από κλύζω = περιβρέχω, καθαρίζω. Από κυπριακές πηγές γνωρίζουμε ότι, εκτός από κλύσμα, υπήρχε χειρουργικό εργαλείο γνωστό ως «ορειχάλκινος κλυστήρ ή πυουλκός / σιδηρά ψαλίς». Από τον κλυστήρα προέρχεται και η ονομασία Klystron μιας ηλεκτρονικής λυχνίας που ενισχύει τα μικροκύματα.

Κοβάλτιο. Το κοβάλτιο, το γερμανικό πνεύμα των μεταλλείων Kobold έλκει την καταγωγή από τους αρχαίους Κόβαλους, επίσης κακόβουλα πνεύματα των μεταλλείων.

Κογχιολίνη. Από την αρχαία λέξη κόγχος (= κοχύλι). Πρόκειται για την πρωτεΐνη των κοχυλιών.

Κοκαΐνη. Από το δέντρο Erythroxylon coca.

Κολλαγόνο. Πρωτεΐνη από την οποία παρασκευάζεται ζωική κόλλα.

Κολλιδίνες. Από την κόλλα, οι τριμεθυλοπυριδίνες.

Κολλύριο. Υποκοριστικό του αρχαιοελληνικού κολλύρα (= κουλούρα).

Κολχικίνη. Από το φυτό κολχικό, από την Κολχίδα.

Κονεξόνη (connexon). Από το ρήμα connect (= συνδέω, στα λατινικά nectere). Πρόκειται για πρωτεΐνες που συμμετέχουν στον σχηματισμό ενδοκυτταρικών πόρων.

Κορδίτης. Από την αγγλική λέξη cord (σκοινί), από τη λατινική chorda, από την ελληνική χορδή = έντερο. Πρόκειται για εκρηκτική ύλη που μοιάζει στην εμφάνιση με σκοινί.

Κορίνη (Corrine). Από την αγγλική λέξη core (= κέντρο, καρδιά), επειδή συνιστά το κεντρικό τμήμα της βιταμίνης Β12.

Κορονένιο. Αντιδάνειο από λατινικό corona (= στεφάνι, στέμμα), από το πουλί κορώνη (= κουρούνα).

Κορούνδιο. Από την ινδική (ταμίλ) λέξη kurundam για το ρουμπίνι.

Κορτιζόνη. Από το λατινικό cortex (= φλοιός), ορμόνη που παράγεται στον φλοιό των επινεφριδίων.

Κουάρκ. Λέξη χωρίς νόημα που έπλασε ο James Joyce σε ένα ποίημα που υπάρχει στο έργο του Finnegan’s Wake.

Κουκουρμπιτουρίλη. Κουκουρμπιτακίνη. Οι κουκουρμπιτουρίλες (cucurbiturils) συνιστούν μια ομάδα ετεροκυκλικών αζωτούχων ενώσεων που σχηματίζουν κοίλα σφαιρικά μόρια θυμίζοντας κολοκύθα (στα λατινικά cucurbita). Η ίδια λατινική ονομασία χρησιμοποιόταν και από τους αλχημιστές για ένα είδος αποστακτήρα. Η κουκουρμπιτακίνη απαντά στους σπόρους της κολοκύθας.

Κουμαρίνη. Από λέξη της Γουιάνας για τους καρπούς του φυτού (coumarou) που παρέχουν την ουσία.

Κ(ο)υμόλιο ή Κ(ο)υμένιο. Από το λατινικό cuminum (= κύμινο).

Κουμουλένιο. Από τη λατινική λέξη cumulus (= σωρός), λόγω των τριών συνεχόμενων διπλών δεσμών.

Κουράρε. Από ιδίωμα ιθαγενών της Λατινικής Αμερικής.

Κουρκουμίνη. Από την αραβική λέξη του φυτού, kurkum.

Κράμα. Από το κεράννυμι = ανακατεύω. Από το ίδιο ρήμα προέρχεται το κρασί που πινόταν αραιωμένο.

Κρατέρωμα. Ο μπρούντζος, από το κεράννυμι = ανακατεύω (εξ ου κρατήρας, κράμα και κρασί). Κατ’ άλλους, από το κράτος = δύναμη, εξ ου και κρατερός.

Κρέμα. Αντιδάνειο από το χρίσμα.

Κρεόζωτο ή κρεόσωτο. Είναι προϊόν της ξηρής απόσταξης του κάρβουνου ή των ξύλων και περιέχει κυρίως φαινόλες και μεθυλαιθέρες αυτών. χρησιμοποιόταν ως αντισηπτικό για τη διατήρηση του ξύλου και των τροφών. Η ετυμολογία του προέρχεται από τις λέξεις κρέας και σωτήρ δεδομένου ότι κατά το κάπνισμά του το κρέας σώζεται, όπως και άλλες τροφές. πράγματι, όταν τα συστατικά του καπνού συμπυκνωθούν, δίνουν το κρεόζωτο. Η πρώτη εφαρμογή των ιδιοτήτων του κρεοζώτου ήταν πράγματι η εμβάπτιση σε αυτό κρέατος που όχι μόνο δε σάπιζε αλλά αποκτούσε και ευχάριστο άρωμα.

Κρεσόλη. Από το κρεόζωτο (βλ. λέξη) όπου περιέχεται και τη φαινόλη.

Κροκετίνη. Από τον κρόκο, εξαιτίας του κίτρινου χρώματος (συστατικό της ζαφοράς)

Κροκοΐτης. Από τον κρόκο, κίτρινο ορυκτό (PbCrO4).

Κρύσταλλος. Ο πάγος (από το επίθετο κρύος).

Κυάνιο. Από το κυανό του Βερολίνου (prussian blue), σύμπλοκο άλας του σιδήρου κυανού χρώματος, από το οποίο κατά την επίδραση οξέων εκλύεται (άχρωμο) υδροκυάνιο.

Κυβάνιο. Η ορθή ονομασία του υδρογονάνθρακα cubane, από τον κύβο.

Κυκλοφάνια. Από το κύκλος και φαίνω (= λάμπω).

Κυμαρίνη. Κυμαρόζη. Η κυμαρίνη είναι εμπορικό σήμα της στροφανθιδίνης (καρδιακός γλυκοζίτης) και η κυμαρόζη είναι σάκχαρο. Πιθανή ετυμολογία από την κυνάρα (= αγκινάρα).

Κυστεΐνη. Από το κύστις = φούσκα, από το κύω = εγκυμονώ.

Κυτιδίνη. Από το κύτος = κοίλωμα, αγγείο και δέρμα, από το κύω = εγκυμονώ. Την ίδια ετυμολογία έχει και το κύτταρο (κύτταρος ή κύτταρον = κοίλωμα, κυψελίδα κερήθρας).

Κυτοκίνες. Από τις λέξεις κύτταρο και κίνηση, ομάδα πρωτεϊνών τύπου ιντερφερόνης (βλ. λέξη).

Κυτοσίνη. Από το κύτος (βλ. κυτιδίνη). Το μόρφημα -οσ- (ορθότερα -οζ-) δηλώνει ότι πρόκειται για παράγωγο σακχάρου (γλυκοζίτης) είναι όμως παραπλανητικό (σε αντίθεση με την αδενοσίνη και τη γουανοσίνη που είναι παράγωγα της ριβόζης). Ο γλυκοζίτης της κυτοσίνης ονομάζεται κυτιδίνη.

Κυτοχαλασίνες. Από τα κύτταρο και χάλασις (= χαλάρωση). Πρόκειται για μεταβολίτες μυκήτων που παρεμποδίζουν τη διαίρεση των κυττάρων.

Κυτταρίνη. Από το κύτταρο, μετάφραση της κελουλόζης.

Κωδεΐνη. Από την κεφαλή της παπαρούνας (= κώδεια).

Κωδικόνιο. Από τη λατινική λέξη codex ή caudex (= κώδικας) που σήμαινε αρχικά τη φλούδα δέντρου και στη συνέχεια το σημειωματάριο και το βιβλίο, δεδομένου ότι οι φλούδες χρησίμευαν για πρόχειρη γραφή. Κωδικόνια είναι οι τριάδες νουκλεοτιδίων που κωδικεύουν τα πρωτεϊνικά αμινοξέα.

Κωνοτοξίνες. Από τον κώνο (= κουκουνάρι) και τοξίνη (βλ. λέξη). Πρόκειται για πεπτίδια θαλάσσιων σαλιγκαριών (κωνοειδούς σχήματος) με αναλγητικές ιδιότητες.

Κωταρνίνη. Από αναγραμματισμό της ναρκωτίνης (και τα δύο αλκαλοειδή του οπίου).

 

Λ

Λαζουρίτης. Από την αραβική ή περσική λέξη αζούρ (= κυανός). Είναι η ελληνική απόδοση του ορυκτού lapis lazuli.

Λακ. Λάκ(κ)α. Από την αγγλική λέξη lacquer (= βερνίκι), από τη μεσαιωνική λατινική lacca (= ρητινώδες προϊόν ερυθρού χρώματος), από σανσκριτική λέξη που σήμαινε το ερυθρό χρώμα όπως παραλαμβανόταν από ορισμένα έντομα.

Λακ(κ)άση. Ετυμολογία όπως παραπάνω. Πρόκειται για χαλκούχο ένζυμο που καταλύει την οξείδωση ενός ηλεκτρονίου των φαινολών, με πολλές βιομηχανικές εφαρμογές.

Λακτάμη. Λακτίδιο. Λακτόνη. Από το λατινικό lac, γεν. lactis (= γάλα).

Λακτόζη. Το γαλακτοσάκχαρο, από το λατινικό lac, lactis (= γάλα).

Λακτοφερίνη. Από το γάλα και τον σίδηρο (ferrum στα λατινικά).

Λακτουσίνη. Από τη λατινική ονομασία ενός είδους μαρουλιού, Lactuca virosa, εξαιτίας του γαλακτώδους χυμού του βλαστού του (λάτεξ, βλ. λέξη). Πρόκειται για ουσία με αναλγητικές και καταπραϋντικές ιδιότητες.

Λαμιναρίνη. Από το λατινικό lamina (= πλάκα, υμένιο). Πρόκειται για αποθηκευτικό σάκχαρο (πολυσακχαρίτης ορισμένων φυκιών).

Λαμίνες. Από το λατινικό lamina (= πλάκα, υμένιο). Πρόκειται για πρωτεΐνες που συμμετέχουν στη δομή της πυρηνικής μεμβράνης.

Λαμπίκος (παλιότερα αλαμπίκος). Πρόκειται για αντιδάνειο με προέλευση τον άμβικα (και άμβυκα), το δοχείο όπου αποστάζεται το κρασί για την παρασκευή οινοπνεύματος ή αλκοολούχων ποτών. Η μεταφορά του στα αραβικά τον έκανε, με το άρθρο, al ambik, για να επιστρέψει γλωσσικά ως λαμπίκος.

Λανθάνιο. Από το λανθάνω (= διαφεύγω την προσοχή).

Λανολίνη. Από τη λατινική λέξη lana (= μαλλί).

Λαουρικό οξύ. Από τη Laura (= δάφνη στα λατινικά). ΄Eχει μεταφραστεί σε δαφνικό οξύ.

Λαπαχόλη. Από το ασιατικό δέντρο lapacho. Πρόκειται για υδροξυναφθοκινόνη.

Λάτεξ. Από τη λατινική λέξη latex, γεν. laticis (= υγρό), από την αρχαία ελληνική λάταξ = κατακάθι. Πρόκειται για τον γαλακτώδη χυμό φυτών (συκιά, εβέα κ.λπ.).

Λαύδανο (και λάβδανο). Από το λατινικό laudare (= παινεύω).

Λεβουλόζη. Λεβουλινικός. Από το λατινικό levus (= αριστερός).

Λειμωνίτης. Από τον λειμώνα (= λιβάδι), ορυκτό του σιδήρου.

Λεκιθίνη. Από τη λέκιθο (= κρόκος) του αβγού.

Λεκτίνες. Από το αγγλικό ρήμα select (= διαλέγω).

Λεπιδίνη. Από φυτά του γένους Lepidium (από λεπίς = φλούδα). Ονομασία της μεθυλοκινολίνης.

Λεπτίνη. από το επίθετο λεπτός, από το ρήμα λέπω (= ξεφλουδίζω). Πρόκειται για ορμόνη.

Λίγκαντ. Από το λατινικό ligare (= δένω). Έχει αποδοθεί και ως συναρμοτής, συνδέτης, προσδέτης, πρόσδεμα.

Λιγκάση. Από το λατινικό ligare (= δένω), γι’ αυτό είναι ορθότερο να καλείται έτσι και όχι λιγάση. Πρόκειται για οικογένεια ενζύμων που καταλύουν τον σχηματισμό δεσμών του άνθρακα.

Λιγνίνη. Λιγνάνες. Από τη λατινική λέξη lignum (= ξύλο).

Λιγνοκηρικό οξύ. Από το lignum (= ξύλο) και τον κηρό.

Λιγροΐνη. Μάλλον από το λιγυρός (= διαυγής).

Λεμονένιο (limonene). Από τη νεολατινική λέξη limonum για το λεμόνι. Πρόκειται για τερπένιο.

Λιμονίνη (limonin). Επίσης από τη νεολατινική λέξη limonum για το λεμόνι. Πρόκειται για πολύπλοκης δομής οξυγονούχα ουσία (φουρανολακτόνη), πικρής γεύσης, που απαντά στα εσπεριδοειδή.

Λιναλοόλη. Από το lignum (= ξύλο) και την αλόη, όπου απαντά.

Λιντοκαΐνη. Από το ακετανιλίδιο και την κοκαΐνη, χρησιμεύει ως αναισθητικό.

Λίτρο. Αρχαϊκή εναλλακτική ονομασία του νίτρου.

Λοβαστατίνη. Από το μεβαλονικό οξύ (βλ. λέξη) με αναγραμματισμό του βαλο σε λοβα και τη στατίνη (βλ. λέξη). Πρόκειται για φυσικό προϊόν, από ένα μανιτάρι, που χρησιμοποιείται ως φάρμακο για την ελάττωση της χοληστερόλης.

Λοβελίνη. Από το φυτό Lobelia, από τον βέλγο βοτανολόγο de lObel. Πρόκειται για αλκαλοειδές της πιπεριδίνης (βλ. λέξη) που χρησιμοποιήθηκε κατά του καπνίσματος.

Λορένσιο (Lr). Από το εργαστήριο Lawrence Berkeley του Παν/μίου της Καλιφόρνιας.

Λοσόνη. Από το φυτό Lawsonia, χρωστική τύπου κινόνης.

Λουλάκι. Από αραβική λέξη (lilak), από την οποία προήλθε επίσης το χρώμα λιλά και η αγγλική ονομασία της πασχαλιάς (lilac).

Λουμινόλη. Λουμίχρωμα. Από το λατινικό lumen, γεν. luminis (= φως).

Λουμιφλαβίνη. Από το lumen και φλαβίνη (βλ. λέξη).

Λουσιφερίνη. Από το λατινικό lux, γεν. lucis (= φως) και το φέρω (Lucifer= Εωσφόρος).

Λουτεΐνη. Από τη λατινική λέξη luteus (= ωχροκίτρινος), καροτενοειδές.

Λουτεολίνη. Από τη λατινική λέξη luteus (= ωχροκίτρινος), φλαβονοειδές.

Λουτέτσιο ή Λουτήτιο. Από το Lutetia, παλιά ονομασία του Παρισιού.

Λουτιδίνες. Οι διμεθυλοπυριδίνες, με αναγραμματισμό της ισομερούς τολουιδίνης.

Λυκοπένιο. Από το νεολατινικό επιστημονικό όνομα της τομάτας: Solanum lycopersicon.

Λυξόζη. Από αναγραμματισμό της ξυλόζης.

Λυσεργικό οξύ. Από τις λέξεις λύσις και ergot (ονομασία μύκητα, σημαίνει σπιρούνι στα αρχαία γαλλικά).

Λυσίνη. Από τις λέξεις λύσις, με την έννοια της καταστροφής, επειδή συμμετέχει στο ενεργό κέντρο πολλών ενζύμων σε καταλυτικές αντιδράσεις.

Λυσοζύμη. Από τις λέξεις λύσις και ζύμη = ένζυμο.

 

Μ

Μαγγάνιο. Από αναγραμματισμό του μαγνησίου.

Μαγνήσιο. Από την πόλη Μαγνησία της Μικράς Ασίας.

Μάζα. Η αρχική σημασία ήταν κριθαρένιο ψωμί, από το μάσσω = ζυμώνω, κατεργάζομαι.

Μαζούτ. Από ρωσικό ρήμα που σημαίνει λεκιάζω.

Μαϊτνέριο. Από τη γερμανίδα φυσικό Lise Meitner.

Μαϊτοτοξίνη. Από πολυνησιακή λέξη (maito) για ένα δηλητηριώδες ψάρι.

Μαλβαλικό (οξύ). Μαλβιδίνη. Από φυτά του γένους Malvaceae, από τη λατινική λέξη Malva (= μαλάχη, μολόχα). Πρόκειται αντίστοιχα για λιπαρό οξύ με κυκλοπροπενικό δακτύλιο και 18 άτομα άνθρακα που απαντά και στο βαμβακέλαιο και για ανθοκυανιδίνη.

Μαλτόζη. Από την αγγλική malt (= βύνη).

Μαννόζη. Σάκχαρο ισομερές της γλυκόζης, από το μάννα.

Μαντελικό (οξύ). Aπό τη γερμανική λέξη Mandel (= αμύγδαλο). Έχει μεταφραστεί ως αμυγδαλικό οξύ (C6H5CH(OH)COOH).

Μαντέμι. Τουρκικής προέλευσης, ο χυτοσίδηρος.

Μαργαρίνη. Μαργαρικό (οξύ). Από το μαργαριτάρι λόγω της λαμπερής όψης τους.

Μάρμαρο. Μαρμαρυγίας (mica). Από το μαρμαίρω = λάμπω.

Μαρτενσίτης. Από τον γερμανό μεταλλουργό Martens (μια σκληρή μορφή χάλυβα).

Μεβαλονικό οξύ. Συμφυρμός από το μεθύλιο και το βαλεριανικό οξύ + λακτόνη.

Μεθάνιο. Βλ. επόμενο λήμμα.

Μεθανόλη. Μεθανόλη ή μεθυλική αλκοόλη παλιότερα ονομαζόταν ξυλόπνευμα, επειδή σχηματίζεται με θέρμανση του ξύλου. Η μεθανόλη αποτελείται από τρία ονοματολογικά συστατικά ή μορφήματα: το πρώτο, μεθ-, οφείλεται στην ιδιότητά της να προκαλεί μέθη. Το δεύτερο, -αν-, σημαίνει ότι έχει κορεσμένο χαρακτήρα, ενώ το τρίτο, η κατάληξη –όλη, ορίστηκε να ισχύει γενικά για όλες τις αλκοόλες. Αν από τον τύπο της μεθανόλης αφαιρέσουμε το υδροξύλιο, μένει μια άλλη ομάδα, ένα σύμπλεγμα ατόμων άνθρακα και υδρογόνου, η μεθυλική ομάδα ή μεθύλιο. Το μεθύλιο δηλώνει την ύπαρξη ενός ατόμου άνθρακα που συνδέεται με τρία άτομα υδρογόνου και το μόρφημα μεθ- συμφωνήθηκε να ισχύει για κάθε ένωση με ένα άτομο άνθρακα. Η κατάληξη –υλική για τις αλκοόλες ή –ύλιο για την ομάδα άνθρακα-υδρογόνων προέρχεται από την αρχαία λέξη ύλη που σήμαινε το ξύλο (εξ ύλης) και είναι κοινή για ποικίλες ομάδες ατόμων, κυρίως όμως για όσες αποτελούνται από άνθρακα και υδρογόνο, καθώς και το υδροξύλιο. Κανονικά μόρια αυτού του είδους είναι ασταθή και συνδυάζονται εύκολα μεταξύ τους για να δώσουν σταθερές ενώσεις.

Μεθειονίνη. Από το μεθύλιο και το θείο.

Μεθύλιο. Μεθυλένιο. Μεθύνιο. Το μεθύλιο πιστευόταν ότι ήταν σταθερή ένωση που κατά κάποιον τρόπο περιείχε η μεθυλική αλκοόλη. Επειδή η αλκοόλη αυτή λαμβανόταν με απόσταξη του ξύλου (ύλη στα αρχαία) το μεθύλιο ήταν μετά (την) ύλη, με το «τ» να γίνεται «θ» επειδή οι λέξεις από «υ» ήταν δασυνόμενες και γενικά τα τραχέα «τ, π» μετατρέπονταν σε «θ, φ». Σύμφωνα με μια άλλη ερμηνεία, το μεθύλιο προέρχεται από το μέθυ (= μέλι, γλυκός οίνος), επειδή η πόση της μεθυλικής αλκοόλης (ξυλόπνευμα) προκαλούσε μέθη.

Μελαμίνη. Από τη γερμανική λέξη Μelam (= τριαζινικό αμινικό προϊόν απόσταξης του θειοκυανικού αμμωνίου) και την αμίνη.

Μεντόλη (μινθόλη, menthol). Από τη μέντα, αντιδάνειο από το φυτό μίνθη.

Μερκαπτάνες. Ονομάστηκαν από την ιδιότητά τους να αντιδρούν με τον υδράργυρο που τον «συλλαμβάνουν» (mercurium captans), αλλά και από το άπτω = προσκολλώμαι, αφού το μέταλλο προσκολλάται στο θείο. Η λέξη mercury προήλθε από τη λατινική ονομασία του Ερμή, θεού του εμπορίου (Mercurius, από το merx, mercis = εμπόρευμα).

Μερκουρίωση. Από το αγγλικό mercury (= υδράργυρος)), από το λατινικό Μercurius (Ερμής), από το merx, mercis (= εμπόριο).

Μεσιτυλένιο. Μεσιτυλοξείδιο. Από τη λέξη μεσίτης.

Μεσκαλίνη. Από τον μεξικανικό κάκτο peyote ή mexcalli, στα ισπανικά mescal,. παραισθησιογόνο αλκαλοειδές.

Μέταλλο. Η ετυμολογία από τη μεταλλουργική διαδικασία «μετά τα άλλα» και «μεταλλοίωση» αμφισβητείται. Ίσως πρόκειται για σημιτική λέξη.

Μεταλλοκένιο. Από τις λέξεις μέταλλο + κοινός (ένα άτομο μοιράζεται μεταξύ δύο κυκλοπενταδιενυλικών δακτυλίων). Σημειώνεται ότι το «οι» στα αγγλικά αποδίδεται ως «e» (π.χ. οίστρος-estro).

Μηκωνικό οξύ. Συστατικό του οπίου (δικαρβοξυλικό οξύ του κετοπυρανίου), από τη μήκωνα (= παπαρούνα).

Μικήλ(λ)ιο ή Μικύλλιο. Η ορθογραφία ποικίλλει ανάλογα με την ετυμολογία. Η επικρατέστερη εκδοχή είναι το μικήλ(λ)ιο από το αγγλικό micelle που πλάστηκε από το λατινικό mica (= ψίχουλο) και το υποκοριστικό –ella, δηλ. ψιχουλάκι. Η άλλη γραφή, το μικύλλιο, θεωρείται παρετυμολογία, από τη δωρική μορφή μικκός του μικρός και το υποκοριστικό -ύλλιο, πρόκειται δηλαδή για μετάφραση, οπότε έχουμε το δίλημμα της επιλογής: απόδοση στα ελληνικά ή μετάφραση; Οπωσδήποτε, δεν πρέπει να συγχέεται ο χημικός όρος με τον βοτανικό, όπου τα μυκήλια των μανιταριών συνιστούν το υπόγειο τμήμα τους.

Μίνιο. Από την αντίστοιχη ιταλική λέξη του ορυκτού minio, από τον ποταμό Μinius της Ισπανίας. Κατ’ άλλους από το carminium (βλ. καρμινικό).

Μόλυβδος. Μολυβδαίνιο. Από αρχαία ασιατική γλώσσα.

Μοναζίτης. Από το ρήμα μονάζω, επειδή το ορυκτό απαντά σε μεμονωμένους κρυστάλλους.

Μονελίνη. Από το ερευνητικό κέντρο Monnel της Φιλαδέλφειας, όπου απομονώθηκε. Πρόκειται για μικρή πρωτεΐνη με γλυκιά γεύση.

Μονενσίνη. Από το βακτήριο Streptomyces cinnamonensis. Πρόκειται για πολυαιθερικού τύπου αντιβιοτικό.

Μοντμοριλονίτες. Από την γαλλική τοποθεσία Montmorillon. Πρόκειται για φυλλόμορφα πυριτικά ορυκτά.

Μόριο. Είναι αρχαία ελληνική λέξη, υποκοριστικό της λέξης μόρος, και σήμαινε τεμάχιο, κομμάτι. Ο Μόρος ήταν θεότητα (γιός της Νύχτας), ενώ μόρος σήμαινε επίσης το προκαθορισμένο τέλος της ζωής, το πεπρωμένο.

Μορφίνη. Από τον Μορφέα, θεό των ονείρων και του ύπνου. Η λήψη μορφίνης προκαλεί ύπνο, αν και δεν συνοδεύεται από έντονα όνειρα. Αντίθετα, διεγείρει τη φαντασία και το άτομο ονειροπολεί με ταχύτατες εναλλαγές ιδεών και παραστάσεων, αλλά προτού αποκοιμηθεί.

Μουκίνες. Μουκονικό οξύ. Από το λατινικό mucus (= βλέννα).

Μουκοπολυσακχαρίτες. Από το λατινικό mucus (= βλέννα), οι βλεννοπολυσακχαρίτες.

Μουρεξίδιο. Από τη λατινική λέξη murex (= πορφύρα), από την ελληνική μύαξ (= μύδι). Πρόκειται για συνθετικό παράγωγο (αμμωνιακό άλας) του ουρικού οξέος.

Μουριατικό οξύ. Παλιά ονομασία του υδροχλωρικού οξέος, από το λατινικό muria (= άλμη).

Μπακατίνη. Από το φυτό Taxus baccata, όπου baccata σημαίνει ότι φέρει κόκκινους καρπούς. Πρόκειται για ένωση συναφούς δομής με την ταξόλη (βλ. λέξη).

Μπακίρι. Τουρκικής προέλευσης, ο χαλκός και ο μπρούντζος.

Μπακμινστερφουλερένιο. Από τον αμερικανό αρχιτέκτονα Buckminster Fuller.

Μπαταρία. Από τη λατινική λέξη battuere (= κτυπώ).

Μπερκέλιο. Από το Παν/μιο Berkeley.

Μποζόνιο. Από τον ινδό φυσικό Bose.

Μπόριο. Συνθετικό στοιχείο, από τον δανό φυσικό Niels Bohr.

Μπότοξ. Εμπορική ονομασία της βοτουλίνης (βλ. λέξη).

Μπρεβετοξίνη. Από το λατινικό brevis (= βραχύς), από το μαστιγωτό Κarenia brevis.

Μπριγιάν. Μπριλάντι. Αντιδάνειο από τη βήρυλλο (βλ. λέξη).

Μπρούντζος. Προήλθε από τη λατινική ονομασία της ιταλικής πόλης Μπρίντιζι (Brundisium στα λατινικά) που ήταν κέντρο παραγωγής του κράματος του χαλκού με τον κασσίτερο – το κρατέρωμα (βλ. λέξη) όπως λεγόταν στην αρχαιότητα.

Μυκίνες (στρεπτομυκίνη, νεομυκίνη κ.λπ.). Από τους μύκητες.

Μυκολικά οξέα. Επίσης από τον μύκητα (της φυματίωσης), υδροξυ-καρβοξυλικά οξέα με ανθρακική αλυσίδα 80 ατόμων άνθρακα (!) και κυκλοπροπανικούς δακτυλίους.

Μυρκένιο. Από το αιθέριο έλαιο του φυτού Myrcia.

 

Ν

Νάιλον (Nylon). Εμπορικό σήμα. Παρά τις πολυάριθμες παρετυμολογίες, το μόρφημα nyl επιλέχθηκε τυχαία και η κατάληξη on για να θυμίζει φυσική ίνα: cotton = βαμβάκι και την παραλλαγμένη μορφή του rayon.

Ναρινγκίνη. Από σανσκριτική λέξη για το πορτοκάλι (= naranja στα ισπανικά).

Νάτριο και Νίτρο. Όταν έγινε η μεταφορά της αρχαίας ιερογλυφικής γραφής στο αιγυπτιακό αλφάβητο, οι λέξεις δεν περιείχαν καθόλου φωνήεντα για λόγους οικονομίας, σε μια εποχή όπου τα γράμματα συχνά έπρεπε να σκαλιστούν στην πέτρα. Αν ένας χημικός συναντούσε σε κάποιο πρωτοχημικό κείμενο τα γράμματα που ισοδυναμούν με ntr, θα σκεφτόταν ότι πρόκειται είτε για το νίτρο είτε για το νάτρο, δύο από τα κοινότερα άλατα του νατρίου – το νιτρικό νάτριο και το ανθρακικό νάτριο (σόδα). Πράγματι, παλιότερα πιστευόταν ότι τα άλατα αυτά είναι η ίδια ουσία, με μόνη διαφορά την προέλευση. Όταν αργότερα εντοπίστηκε η διαφορά τους, η γραφή τους εξελίχθηκε σε νάτρο – από όπου προήλθε το νάτριο – και σε νίτρο.

Ναφθαλένιο ή Ναφθαλίνιο. Από τη νάφθα, περσικής προέλευσης λέξη για την πίσσα.

Νεκτίνες. Από το λατινικό ρήμα nectere (= συνδέω). Πρόκειται για συνδετικές πρωτεΐνες, π.χ. αδιπονεκτίνη (βλ. λέξη), οστεονεκτίνη κ.λπ. που συνδέουν μεταξύ τους κύτταρα.

Νεοδύμιο. Από το νέος και διδύμιο.

Νεπτούνιο. Από τον Neptunus, τον ομόλογο με τον Ποσειδώνα θεό της θάλασσας των Ρωμαίων και πλανήτη.

Νερβονικό οξύ. Από τη λατινική λέξη nervus (= νεύρο), από το ρήμα νέω (= κλώθω και κινούμαι).

Νερόλη. Από το neroli (= αιθέριο έλαιο του πορτοκαλιού), από όνομα Ιταλίδας πριγκίπισσας.

Νετρόνιο. Από τo αγγλικό επίθετο neuter (= ουδέτερος).

Νεφρίτης. Ο νεφρίτης (στα αγγλικά-γαλλικά jade) είναι ημιπολύτιμος λίθος με υποτιθέμενες θεραπευτικές ιδιότητες, καθώς είχε τη φήμη ότι κάνει καλό στους πόνους στα νεφρά. Η δοξασία αυτή ήταν ευρύτερα διαδεδομένη, αφού και η ονομασία jade είναι παραφθορά από την ισπανική λέξη που αναφέρεται επίσης στα νεφρά.

Νιασίνη. Από το νικοτινικό οξύ (nicotinic acid), η βιταμίνη B3.

Νικέλιο. Προέρχονται από γερμανική λέξη που σημαίνει κακό πνεύμα των μεταλλείων.

Νικοτίνη. Από το όνομα ενός γάλλου διπλωμάτη (Nicot).

Νινυδρίνη. Εμπορικό σήμα.

Νισαντήρι. Τουρκικής προέλευσης, το χλωριούχο αμμώνιο.

Νισίνη (nisin). Από τα αρχικά N (group) inhibitory substance. Πρόκειται για αντιβιοτικό πεπτιδικού τύπου.

Νιτρικό οξύ. Νιτρίλιο. Νιτροξείδιο. Νιτρόνη κλπ. Βλ. Νάτριο.

Νιτροπρωσικό νάτριο. Από το πιγμέντο που είχε ονομαστεί εμπειρικά «πρωσικό κυανό» («κυανό του Βερολίνου» στα καθ’ ημάς), με τον σίδηρο στις δύο οξειδωτικές καταστάσεις του (ΙΙ και ΙΙΙ). Με την εισαγωγή μιας νιτροομάδας σε αντικατάσταση μιας από τις 6 ομάδες κυανίου του σιδηροκυανιούχου νατρίου προκύπτει το νιτροπρωσικό νάτριο.

Νορ-. Το μόρφημα νορ- προτάσσεται σε μερικές οργανικές ενώσεις και προέρχεται από τη λέξη normal (κανονικός). χρησιμοποιείται στις εμπειρικές ονομασίες φυσικών προϊόντων για να δείξει ότι δεν περιέχουν κάποιους επιπλέον υποκαταστάτες, συνήθως μεθύλια. Π.χ. το βορνάνιο χωρίς τρία μεθύλια λέγεται νορβορνάνιο.

Νουκλεϊκός. Νουκλίδιο. Από τη λατινική λέξη nucleus (= πυρήνας).

Νταρμστάντιο. Από τη γερμανική πόλη Darmstadt.

Ντιελντρίνη. Από τα ονόματα των Diels και Alder, γνωστών από την ομώνυμη αντίδραση. Πρόκειται για απαγορευμένο πολυχλωριωμένο εντομοκτόνο.

Ντόμινο. Από τη λατινική λέξη dominus (= κύριος). Πρόκειται για διαδοχικές αντιδράσεις που η μια ακολουθεί την άλλη, όπως τα πιόνια στο ομώνυμο παιχνίδι.

Ντοπαμίνη. Το πρώτο συστατικό (ντόπα, dopa) προκύπτει από αρχικά της διυδροξυφαινυλαλανίνης (3,4­dihydroxyphenylalanin), ενός φαινολικού παραγώγου της φαινυλαλανίνης.

Ντούμπνιο. Από τη ρωσική πόλη Ντούμπνα.

Νυστατίνη. Από τα αρχικά της Νέας Υόρκης και τη στατίνη (βλ .λέξη. πρόκειται για αντιβιοτικό.

 

Ξ

Ξυλόζη. Από το ξύλο (εξ ύλης), σάκχαρο (-όζη).

Ξυλοκαΐνη. Από το ξύλο και την κατάληξη της κοκαΐνης, ως αναισθητικό.

 

Ο

Όζον. Από το όζω (μυρίζω) λόγω της τσουχτερής μυρωδιάς του. Τα παράγωγά του είναι σωστό να γράφονται με «ντ», π.χ. οζοντισμός, οζοντίδια.

Οιστρογόνο. Οιστρόλη κ.λπ. Από το «γεννώ» και τον οίστρο (= βοϊδόμυγα, σφοδρή επιθυμία).

Οκιμένιο. Τερπένιο από το ώκιμον = βασιλικός.

Οκτοπίνη. Από το χταπόδι (= octopus), αμινοξύ αποτελούμενο από αλανίνη και αργινίνη (όχι πεπτίδιο).

Ολέστρα. Από τις λέξεις oil (= έλαιο) και εστέρας. πρόκειται για συνθετικούς εστέρες της σακχαρόζης που υποκαθιστούν τις λιπαρές ουσίες.

Ολεφίνες. Έτσι ονομάζονταν παλιότερα οι ακόρεστοι υδρογονάνθρακες (αλκένια) επειδή μετατρέπονται σε ελαιώδεις ουσίες (oleum = έλαιο, fio = κάνω) με αντιδράσεις προσθήκης χλωρίου ή βρωμίου στον διπλό δεσμό. Στις ΗΠΑ η ονομασία εξακολουθεί να χρησιμοποιείται.

Ολιβίνης. Από το όνομα oliva της ελιάς λόγω του χρώματος του ορυκτού.

Όλμιο. Από την Holmia (= παλιά ονομασία της Στοκχόλμης).

Οξαλικό οξύ. Από τα φυτό οξαλίδα, από το οξύς.

Οξίμη. Από το οξυγόνο και την ιμίνη.

Οξιράνιο. Από το οξυγόνο, το μόρφημα ιρ για τον τριμελή δακτύλιο και την κατάληξη άνιο.

Οξυγόνο. Επειδή «γεννά» οξέα, από τη λανθασμένη άποψη ότι όλα τα οξέα περιέχουν οξυγόνο.

Οξυτοκίνη. Από το οξύς και τοκετός. Στην αρχαία ελληνική οξύς είχε επίσης τη σημασία «ταχύς» (όπως στην οξύνοια). Η ονομασία δόθηκε από την πρώτη διαπιστωμένη δράση της ορμόνης – να επιταχύνει τον τοκετό (βλ. και ωκυτοκίνη).

Οπάλιος. Από τη βυζαντινή λέξη οπάλλιος, σανσκριτικής προέλευσης για την πέτρα (διοξείδιο του πυριτίου).

Οπίνες. Από την οκτοπίνη (βλ. λέξη), ομάδα αμινοξέων που απαντούν σε φυτικούς όγκους.

Όπιο. Από τον οπό (= χυμός).

Ορείχαλκος. Σημαίνει χαλκός των βουνών (ορέων), παρά το γεγονός ότι το κράμα αυτό χαλκού-ψευδαργύρου δεν απαντά στη φύση. Πιθανότερα προέρχεται από το aurichalcum (χρυσός χαλκός).

Ουαμπαΐνη. Από σομαλική λέξη που σημαίνει δηλητήριο βέλους. Πρόκειται για καρδιακό γλυκοζίτη (λέγεται επίσης στροφανθίνη).

Ουβικινόνη. Από το λατινικό ubique (= παντού) και την κινόνη.

Ουλτραμαρίνο. Από τη λατινική έκφραση για το «πέραν της θάλασσας» (ultra mare).

Ουραιθάνη. Από την ουρία και την αιθανόλη, πρώτες ύλες παρασκευής της.

Ουρουσιόλες. Από το όνομα γιαπωνέζικου φυτού (φαινόλες με ακόρεστη αλυσίδα που πολυμερίζονται προς γυαλιστερή μάζα, την αυθεντική λάκκα).

Ουρακίλη. Από την ουρία και το οξικό (acetic) οξύ, με τη σπάνια κατάληξη -ίλη.

Ουριδίνη. Από την ουρακίλη. Πρόκειται για παραπλανητική ονομασία επειδή η ουρακίλη είναι ενωμένη με ριβόζη (είναι νουκλεοζίτης, δηλ. γλυκοζίτης).

Ουρσολικό οξύ. Από τη λατινική λέξη urs (= αρκούδα), επειδή επισημάνθηκε αρχικά στο φυτό Luva ursi (bearberry). Πρόκειται για τερπενοειδές που απαντά και στις φλούδες των μήλων με αντιγηραντικές ιδιότητες.

Ουσία. Από το ούσα, μετοχή του ειμί = είμαι, υπάρχω.

Ουσνικό οξύ. Από τον λειχήνα Usnea barbatus. Η λέξη Usnea είναι αραβικής προέλευσης. Το ουσνικό οξύ χρησιμοποιείται ως αντιβιοτικό.

Οψίνη. Από τον τύπο όψομαι του ρήματος οράω (για πρωτεΐνη της όρασης).

 

Π

Παλμιτικό οξύ. Από την παλάμη (λατινικά palma) επειδή υπάρχει σε μεγάλες ποσότητες στη φοινικιά (palm-tree) τα φύλλα της οποίας έχουν σχήμα παλάμης.

Παλυτοξίνη. Από κοράλλια της Χαβάης του γένους Palythoa, ισχυρό δηλητήριο εξαιρετικά πολύπλοκης δομής.

Παπαβερίνη. Από τη λατινική λέξη papaver (= παπαρούνα).

Παπαΐνη. Από τη παπάγια, πρωτεολυτικό ένζυμο.

Παραβανικό οξύ. Από το ρήμα παραβαίνω (προϊόν οξείδωσης του ουρικού οξέος).

Παρακουάτ (paraquat). Από την πρόθεση πάρα και το quaternary (= τεταρτοταγής), λόγω της δομής άλατος πυριδίνης του ισχυρού αυτού παρασιτοκτόνου.

Παραφίνη. Από το λατινικό parum affinis (= λίγο συγγενής) που δηλώνει τη χημική αδράνεια των συστατικών της – κορεσμένοι υδρογονάνθρακες, με μόνο απλούς δεσμούς. Ωστόσο, με τα σύγχρονα ισχυρά αντιδραστήρια αποδείχθηκε ότι ακόμη και οι παραφίνες «ζωηρεύουν» και είναι σε θέση να μετατραπούν σε διάφορες ενώσεις: για παράδειγμα, κατά την επίδραση πολύ ισχυρών βάσεων ή πολύ ισχυρών οξέων συμπεριφέρονται ως οξέα ή βάσεις, αντίστοιχα, δηλαδή μπορούν να αποβάλουν ή να προσλάβουν ένα πρωτόνιο.

Πελετιερίνη. Από τον γάλλο χημικό Pelletier.

Πενικιλίνη. Από το όνομα του βακτηρίου (Ρenicillium) που ονομάστηκε έτσι από το σχήμα του, (penicillus είναι υποκοριστικό του λατινικού penis = βούρτσα).

Πεπτίδια. Από την πέψη (= χώνευση).

Περμουτίτης. Από το αγγλικό permute (= ανταλλάσσω), καθώς αυτός ο ζεόλιθος χρησιμοποιείται ως ιοντοανταλλάκτης.

Περοβσκίτες. Ομάδα ορυκτών, από τον ρώσο επιστήμονα Περόβσκι.

Πιβαλικό οξύ. Από συμφυρμό της πινακολίνης και του βαλερι(ανι)κού οξέος (μονοκαρβοξυλικό, με 5 άτομα άνθρακα).

Πιγμέντο. Από το λατινικό pingere (= βάφω).

Πικένιο. Από τη λατινική pix, γεν. picis (= πίσσα) και την κατάληξη -κένιο, χαρακτηριστική των συμπυκνωμένων αρωματικών υδρογονανθράκων (βλ. ακένια).

Πικολίνες. Από τη λατινική pix, γεν. picis (= πίσσα), οι μεθυλοπυριδίνες.

Πιλοκαρπίνη. Από το φυτό πιλόκαρπος, από τις λέξεις πίλος (= καπέλο) και καρπός. Πρόκειται για αλκαλοειδές ιμιδαζολικού (βλ. λέξη) τύπου.

Πιμελικό οξύ. Από την πιμελή, το λίπος του γάλακτος, από το επίθετο πίος ή πίων = λιπαρός.

Πινακόλη. Από τον πίνακα λόγω των πινακοειδών κρυστάλλων της. Πρόκειται για αλκοόλη τύπου γλυκόλης με τα δύο γειτονικά υδροξύλια σε τριτοταγή άτομα άνθρακα.

Πινένια. Από τη λατινική λέξη (pinus = πεύκο), υδρογονάνθρακες συστατικά του ρετσινιού.

Πιπεκολίνη. Από την πικολίνη (βλ. λέξη). το πε (per) δηλώνει ότι είναι πλήρως υδρογονωμένη.

Πιπεριδίνη. Από την πυριδίνη με την παρεμβολή του μορφήματος περ για να υποδειχθεί ότι πρόκειται για κορεσμένο (υπερυδρογονωμένο) παράγωγο.

Πίσσα. Από το επίθετο πίων (= λιπαρός)

Πλάσμα. Από το ρήμα πλάσσω (= πλάθω, σχηματίζω).

Πλασμόνιο. Από το πλάσμα και το ηλεκτρόνιο.

Πλαστοκινόνη. Από τον χλωροπλάστη και την κινόνη (βλ. λέξη). Πρόκειται για κινόνη με μακριά ανθρακική πολυακόρεστη αλυσίδα (με 36 άτομα άνθρακα) που συμμετέχει στη μεταφορά ηλεκτρονίων κατά τη φωτοσύνθεση.

Πλατίνα. Υποκοριστικό της ισπανικής λέξης για τον άργυρο (= plata). Ο λευκόχρυσος βρέθηκε αρχικά στην άμμο του ποταμού Rio de la plata της Αργεντινής (της μοναδικής χώρας με όνομα στοιχείου, από τη λατινική ονομασία του αργύρου, argentum).

Πνικτογόνα. Έτσι ονομάζονται τα στοιχεία της 15ης ομάδας του Περιοδικού Πίνακα (άζωτο, φωσφόρος κ.λπ.). Η ονομασία προήλθε από το πνίγω και σημαίνει «αυτό που προκαλεί πνιγμό», με το σκεπτικό ότι η γερμανική λέξη για το άζωτο (Stickstoff) σημαίνει ακριβώς αυτό, εφόσον το αέριο αποτελεί το τμήμα του αέρα που προκαλεί ασφυξία. 'Αρα, πνικτογόνο θα μπορούσε να είχε ονομαστεί εξαρχής το άζωτο, καθώς επίσης και νιτρογόνο από την αγγλική του ονομασία. Δυαδικά παράγωγα της ομάδας 15 και κάποιες συναφείς ενώσεις με μέταλλα της ομάδας των σπάνιων γαιών καλούνται πνικτίδια.

Ποζιτρόνιο. Από το αγγλικό επίθετο positive = θετικός. η κατάληξη –όνιο δηλώνει γενικά το υποατομικό σωματίδιο.

Πολαρογραφία. Από το λατινικό polaris = πολικός και παράγωγο του ρήματος γράφω.

Πόλος. Πολικός. Πόλωση κ.λπ. Από το πέλω = κινούμαι. Πόλος σήμαινε άξονας (ιδίως περιστρεφόμενος) και το άκρο του, καθώς και σφαίρα.

Πορσελάνη. Από την ιταλική λέξη porcellana, για το θαλάσσιο σαλιγκάρι (κώνο) Monetaria moneta (γνωστό στα αγγλικά ως cowrie shell). Η λαμπερή ημιδιαφανής όψη του οστράκου μοιάζει πράγματι με την πορσελάνη. Η ονομασία porcellana για τον θαλάσσιο κώνο προήλθε από την επίσης ιταλική λέξη porcella (= νεαρή γουρούνα) επειδή η σχισμή του γαστερόποδος θυμίζει το αιδοίο του ζώου! Η επιστημονική ονομασία του «κοχυλιού» προήλθε από το γεγονός ότι το κέλυφός του χρησιμοποιόταν στην Πολυνησία ως νόμισμα (μονέδα).

Πορφίνη. Πορφύρα. Πορφυρίνες. Από το ρήμα πορφύρω ή φορφύρω (μελανιάζω, κοκκινίζω), προερχόμενο από αναδίπλωση του φύρω (υγραίνω, ζυμώνω κ.λπ.) εξ ου και φύραμα (βλ. λέξη).

Ποτάσα. Η ποτάσα (ανθρακικό κάλιο) πήρε την ονομασία της από τις αγγλικές λέξεις pot και ash (= δοχείο και στάχτη) που αναφέρονται στον τρόπο παρασκευής της από την κατεργασία της στάχτης των ξύλων.

Πουρίνη. Από τα λατινικά purum (= καθαρό) και uricum (= ουρικό, εννοείται οξύ).

Πουρπουρίνη. Από το λατινικό purpura (= πορφύρα). Φυσική χρωστική (τριυδροξυανθρακινόνη) από το ριζάρι (μαζί με την αλιζαρίνη).

Πουτρεσκίνη. Από τη λατινική λέξη putrescere (= σήπομαι, σαπίζω).

Πρασεοδύμιο ή Πρασινοδύμιο. Από το πράσο (πράσιος = πράσινος) και δίδυμος.

Πρεγνάνιο. Από την αγγλική λέξη pregnant (= έγκυος).

Πρεδνισόνη. Από το πρεγνάνιο (βλ. λέξη), το διένιο και την κατάληξη –όνη των κετονών (συνθετικό στεροειδές με ορμονική δράση).

Πρενύλιο. Από το ισοπρένιο (βλ. λέξη), η ομάδα C5H9.

Πρίον. Από τις αγγλικές λέξεις proteinaceous infectious (particles), δηλ. πρωτεϊνοειδή μεταδιδόμενα (σωματίδια), με συνδυασμό και αναγραμματισμό των μορφημάτων pro και in.

Προγεστερόνη. Από την αγγλική λέξη gestation (= κύηση), από τη λατινική gestare (= φέρω, εγκυμονώ), ορμόνη. Η πρόθεση προ εννοεί ότι προωθεί την κύηση (δεν πρόκειται για πρόδρομη μορφή όπως π.χ. σε μερικές άλλες ορμόνες ή προβιταμίνες).

Προλίνη. Από συγκοπή της πυρρολιδίνης.

Προπάνιο. Από το μορφήματα «πρώτον πύαρ», το πρωτόγαλα, που περιέχει γλυκερίδια με τρία άτομα άνθρακα ονομάστηκε το προπιονικό οξύ και από αυτό το προπάνιο.

Προπιονικό οξύ. Από την πρόθεση προ- (ή πρώτος) και το ουσιαστικό πύαρ που σήμαινε το λίπος (πίων = λιπαρός), επειδή το προπιονικό οξύ θεωρήθηκε το πρώτο της σειράς των λιπαρών οξέων. Από το οξύ προέρχονται ονοματολογικά το προπάνιο, το ισοπρένιο και παράγωγά τους.

Προσταγλανδίνη. Από τον προστάτη και την αγγλική λέξη gland (= αδένας).

Πρόστυμμα. Από τις λέξεις προ και στύφω (= συστέλλω), βλ. και στυπτηρία.

Προχοΐδα. Από το προχέω (= χύνω προς τα έξω).

Πρωτεΐνες. Πρωτόνια. Από το πρώτος λόγω της σπουδαιότητάς τους.

Πυραζίνες. Πυραζόλιο. Πυράνιο. Πυρένιο. Πυριδίνη. Πυρίτης. Πυρόνη. Πυρόξενοι. Πυρύλιο. Από το πυρ (η κατάληξη –άνιο δηλώνει ετεροκυκλικό οξυγόνο, η κατάληξη –ένιο ακορεστότητα και η κατάληξη –ίνη την ύπαρξη ετεροκυκλικού αζώτου).

Πυρεθρίνη. Από το φυτό πύρεθρο (πυρ και ερυθρός).

Πυρογαλλόλη. Από το πυρ και galla (= βελανίδια στα λατινικά).

Πυροκατεχόλη. Βλ. κατεχόλη.

Πυρόκλαστος. Από το πυρ και κλαστός (= σπασμένος, κομμένος), η ηφαιστειακή τέφρα.

Πυρολουσίτης. Από το πυρ και λούσις (επειδή χρησιμεύει στον αποχρωματισμό του γυαλιού).

Πυρουβικό οξύ. Από το πυρ και το λατινικό uva ( = σταφύλι). Έχει μεταφραστεί ως πυροσταφυλικό οξύ.

Πυρρολιδίνη. Πυρρόλιο. Από το επίθετο πυρρός = κόκκινος. Αν και το πυρρόλιο είναι άχρωμο, δίνει μια χρωστική αντίδραση.

 

Ρ

Ραδερφόρντιο. Από τον φυσικό Ernest Rutherford.

Ράδιο. Ραδόνιο. Από τη γαλλική λέξη radiant =ακτινοβόλος, από τη λατινική λέξη radius (= ακτίνα), πιθανώς από την ελληνική λέξη αρδίς (= οξύ άκρο).

Ρακεμικός. Από το λατινικό racemus (= τσαμπί σταφυλιού).

Ραμνόζη. Σάκχαρο, από το φυτό ράμνος = παλιουριά.

Ραπαμυκίνη. Από το νησί Rapa Nui (νησί του Πάσχα) του Νότιου Ειρηνικού ωκεανού. Πρόκειται για μεταβολίτη ενός βακτηρίου με ισχυρή ανοσοκατασταλτική δράση.

Ραφινόζη. Τρισακχαρίτης, από τη γαλλική λέξη raffiner (= διυλίζω, καθαρίζω).

Ρενίνη. Από την αγγλική λέξη rennet (= πυτιά, εσωτερική μεμβράνη του τέταρτου στομάχου των μοσχαριών). Πρόκειται για πεπτικό ένζυμο που περιέχει η πυτιά.

Ρεντγκένιο. Από τον γερμανό φυσικό Röntgen.

Ρεσβερατρόλη. Από την αγγλική λέξη resin (= ρητίνη) και το βέρατρο, φυτό όπου απαντά η απλούστερη βερατρόλη (διμεθοξυβενζόλιο).

Ρεσορκίνη (1,3-διυδροξυβενζόλιο). Από τις λέξεις resin (= ρητίνη) και orcin (χρωστική λειχήνων με την αγγλική ονομασία archil ή orchel).

Ρετινόλη. Από τη retina (= ο αμφιβληστροειδής χιτώνας του οφθαλμού).

Ρετροαντιδράσεις. Ρετροσύνθεση. Το πρώτο συνθετικό (λατινικά retro) σημαίνει προς τα πίσω.

Ρήνιο. Από τον ποταμό Ρήνο.

Ριβόζη. Προέρχεται από αναγραμματισμό της αραβινόζης που με τη σειρά της προήλθε από το αραβικό κόμμι. Με αναγραμματισμό (όπως ισομερείωση!) ένα άλλο σάκχαρο, η ξυλόζη, μετατρέπεται σε λυξόζη.

Ριβοφλαβίνη. Βλ. ριβόζη και φλαβίνη.

Ρικινελαϊκό οξύ. Υδροξυελαϊκό οξύ, από τα φυτό Ricinus communis (ρετσινολαδιά), από τη λατινική λέξη ricinus = τσιμπούρι, επειδή οι καρποί της είναι αγκαθωτοί και προσκολλώνται σε υφάσματα.

Ρικίνη. Τοξίνη της ρετσινολαδιάς (Ricinus communis), βλ. προηγούμενη λέξη.

Ριφαμυκίνη. Αντιβιοτικό, από το βακτήριο Amylocatopsis rifamycinica (rif από το ριφιφί!).

Ροδανικό (οξύ) (HSCN). Ροδαμίνη. Ροδανίνη. Από το ρόδο (αποδίδεται rhodon στα αγγλικά).

Ρόδιο. Από το ρόδινο χρώμα διαλυμάτων των αλάτων του.

Ροταξάνια. Από το αγγλικό rotate (= περιστρέφομαι) και άξονας.

Ροτενόνη. Από το όνομα γιαπωνέζικου φυτού.

Ρουβίδιο. Από τη λατινική λέξη rubidus (= ερυθρός), λόγω του ερυθρού φάσματος εκπομπής του.

Ρουθήνιο. Από τη Ρουθηνία, παλιά ονομασία της Δυτικής Ουκρανίας.

Ρουμπίνι. Από τη λατινική λέξη rubeus ή rubidus (= ερυθρός).

Ρουτίλης (και ρουτίλιο). Από τη λατινική λέξη rutilus (= ερυθρός), μορφή του TiO2.

Ρουτίνη. Από τη γερμανική λέξη rut (= αυλάκι). Πρόκειται για φλαβονοειδές με ισχυρές αντιοξειδωτικές ιδιότητες που βρίσκεται στα εσπεριδοειδή και την κάππαρη.

 

Σ

Σάκχαρο. Από ασιατική λέξη (στα αρχαία το σάκχαρ, η σάκχαρις και το σάκχαρι).

Σαλαμούρα. Από τα λατινικά sal (= αλάτι) και muria (= άλμη).

Σαλβαρσάνη. Από το λατινικό salvere (= σώζω) και το αρσενικό.

Σαλικυλικό οξύ. Από τη λατινική λέξη salix (= ιτιά) όπου απαντά σε πρόδρομη μορφή (σαλικίνη). Είχε μεταφραστεί σε ιτεϋλικό οξύ.

Σαμάριο. Από τον ρώσο Σαμάρσκι, μηχανικό ορυχείων.

Σανδαράχη. Από ανατολική γλώσσα (αρχ. σανδαράκη), ορυκτό (θειούχο αρσενικό).

Σαπωγενίνες. Από τον σάπωνα και το γεννώ, επειδή αφρίζουν στο νερό (βλ. και γενίνη).

Σάπωνας. Από το λατινικό sapo, από παλιά γαλατική λέξη για μίγμα στάχτης + λίπους που χρησιμοποιόταν για τον καθαρισμό του σώματος.

Σατιβένιο. Από τη λατινική λέξη sativus (από τη μετοχή του ρήματος sero = φυτεύω), που χαρακτηρίζει πολλά φυτά: κατά λέξη φυτεμένος, με τη σημασία του ήμερος. Πρόκειται για υδρογονάνθρακα που ανήκει στα σεσκιτερπένια (βλ. λέξη).

Σεβακικός. Από το λατινικό sebum (= λίπος). To σεβακικό οξύ είναι δικαρβοξυλικό με 10 άτομα C.

Σεκο-. Πρόθεμα, από το secondary (= δευτερεύων). χρησιμοποιείται για παράγωγα που προκύπτουν από τη θραύση ενός δεσμού C-C στον δακτύλιο ενός πολυκυκλικού συστήματος.

Σεκρετίνη. Από το αγγλικό ρήμα secret (= εκκρίνω). Πρόκειται για ορμόνη της πέψης.

Σελ(λ)άκη. Από τις αγγλικές λέξεις shell (= κέλυφος, φλοιός) και lac (= λάκκα).

Σελήνιο. Από τη Σελήνη (σελήνιος = το φως της Σελήνης).

Σελουλόζη. 'Αλλη γραφή της κελουλόζης (βλ. λέξη).

Σελοφάν. Από τη σελουλόζη (κελουλόζη, κυτταρίνη) και το ρήμα φαίνω (λάμπω).

Σεμεντίτης. Από τη γαλλική λέξη cement (= τσιμέντο), το καρβίδιο Fe3C.

Σεμι-. Πρόθεμα, από τη λατινική λέξη semi (= μισό, ημι-), πρώτο συνθετικό μερικών όρων, π.χ. σεμικαρβαζίδιο.

Σερικίνη (οι πρωτεΐνες του μεταξιού). Από τη λατινική sericus για το μετάξι. Οι Σήρες ήταν αρχαίος ινδικός λαός που εξέτρεφε μεταξοσκώληκες (επίσης σήρες).

Σερικίτης. Από το λατινικό sericus (= μετάξι). καλιούχο ορυκτό τύπου μαρμαρυγία, μεταξένιας υφής.

Σερίνη. Από το λατινικό sericus (= μετάξι).

Σεροτονίνη. Από το serum (= ορός) και τόνος.

Σερπεντίνης. Ορυκτό με την εμφάνιση δέρματος φιδιού (= serpens). Η λατινική λέξη προέρχεται από το έρπω.

Σεσκιτερπένια. Σεσκιοξείδια. Τα σεσκιτερπένια είναι τερπένια τύπου «ενάμιση» (sesqui), από τις λατινικές λέξεις semi + que. Πρόκειται για ενώσεις με 15 άτομα άνθρακα. Παλιότερα τα οξείδια του τύπου Χ2Ο3 ονομάζονταν με την ίδια λογική σεσκιοξείδια.

Σιαλικά οξέα. Από τον σίαλο ή σίελο.

Σιβετόνη. Φερομόνη από το μικρό θηλαστικό της Αφρικής civet και πρώτη ύλη της αρωματοποιίας.

Σίδηρος. Τα ετυμολογικά λεξικά απορρίπτουν ως αβάσιμη την δυνατότητα να προέρχεται από το λατινικό sidus (γεν. sideris) που σημαίνει άστρο, προφανώς επειδή θεώρησαν τις δύο λέξεις ασύνδετες. Εντούτοις πρόσφατες έρευνες απέδειξαν ότι κατά την αρχαιότητα τα πρώτα σιδερένια αντικείμενα είχαν τέτοια ισοτοπική σύσταση (και συνοδές προσμίξεις) που η προέλευσή τους εξηγείται μόνο με την παραδοχή ότι προήλθαν από μετεωρίτες.

Σικιμικό οξύ. Από την ιαπωνική λέξη σικίμι, ενός λουλουδιού.

Σιλάνιο. Από το αγγλικό silicon (= πυρίτιο) και –άνιο που υποδεικνύει υδρογονωμένο παράγωγο.

Σιλικόνη. Απόδοση της αγγλικής λέξης silicone για τα πολυμερή του πυριτίου, από το λατινικό silex, γεν. silicis (= πυριτόλιθος).

Σιλυλίωση. Από το silicon (= πυρίτιο), νοείται η εισαγωγή σε κάποια ένωση μιας τριαλκυλοσιλυλο-ομάδας.

Σιμπόργκιο. Από τον αμερικανό χημικό Glenn Seaborg.

Σκάνδιο. Από τη Scandia, παλιά ονομασία της Σκανδιναβίας.

Σκοπολαμίνη. Από τον ιταλό φυσιοδίφη Scopola. Πρόκειται για αλκαλοειδές της μπελαντόνας.

Σκουαλένιο. Από το λατινικό squalus (= καρχαρίας), από το squalidus (= ωχρός, ασθενής).

Σκουαρικό οξύ. Από την αγγλική λέξη square (= τετράγωνος) λόγω του «τετραγωνικού» (κυκλοβουτανικού) ανθρακικού σκελετού του.

Σκουριά (σκωρία). Παράγεται από το ουσιαστικό σκωρ (γενική του σκατός) και σημαίνει την ακαθαρσία του σιδήρου. Από εδώ προέρχεται και το σκατόλιο (3-μεθυλοϊνδόλιο).

Σμάλτο. Το ιταλικό smalto, από το γερμανικό schmelzen (= λιώνω).

Σμαράγδι. Η αρχαία σμάραγδος, μάλλον ινδικής καταγωγής.

Σόδα. Από το ιταλικό όνομα θαλάσσιου φυτού (sida) από το οποίο παρασκευαζόταν η σόδα.

Σολανίνη. Από το λατινικό Solanum (= στρύχνος), πιθανώς από το sol (= ήλιος).

Σολβόλυση. Από τον διαλύτη (= solvent στα αγγλικά) και τη λύση (= διάλυση). Λέγεται και διαλυτόλυση.

Σολμουγρικό οξύ. Από το έλαιο των σπόρων της σολμούγρας (chaulmoogra), δέντρου της Ασίας. Πρόκειται για λιπαρό οξύ με κυκλοπεντενικό δακτύλιο και 18 συνολικά άτομα άνθρακα.

Σορβικό οξύ. Σορβιτόλη. Σορβόζη. Από το θαμνώδες φυτό σορβιά (sorbus στα λατινικά).

Σουβερικό οξύ. Από το λατινικό suber (= φελλόδεντρο, φελλός). Είχε μεταφραστεί και ως φελλικό οξύ.

Σουκινικό οξύ. Σουκινιμίδιο. Από το λατινικό succinum (= ήλεκτρο), από το succum (= χυμός). Έχουν μεταφραστεί ως ηλεκτρικό οξύ και ηλεκτριμίδιο.

Σουλφίδια. Τα σουλφίδια και συναφείς όροι θειούχων ενώσεων (σουλφόνες, σουλφαμίδια, σουλφονικά οξέα κ.λπ.) προέρχονται από τη λατινική λέξη sulfur (= θείο).

Σουλφοραφάνιο. Από το λατινικό sulfur (= θείο) και τα ράφανος = λάχανο ή ραφανίς = ραπανάκι.

Σουμπλιμέ. Από το λατινικό sublimis (= εξυψωμένος), δηλ. εξαχνωμένος.

Σπιν. Από αρχαίο αγγλικό ρήμα (spinnan) που σήμαινε κλώθω.

Σπινέλιος. Από το λατινικό spina (= αγκάθι) λόγω των αιχμηρών κρυστάλλων του ημιπολύτιμου αυτού λίθου.

Σπίρτο. Από τη λατινική λέξη spiritus (= πνεύμα, αέριο). Σπίρτο του άλατος = το υδροχλωρικό οξύ.

Σποδουμένης (spodumene). Από την αρχαία ελληνική σποδός (= στάχτη) εξαιτίας του χρώματός του. Πρόκειται για ορυκτό του λιθίου.

Σποροπολενίνες. Από τον σπόρο και την αγγλική λέξη pollen (= γύρη). Πρόκειται για μίγμα πολυμερών που συνιστούν το περίβλημα των κόκκων της γύρης (ακόρεστα λιπαρά οξέα, φαινολικά παράγωγα, φαιλυλοπροπανοειδή κ.λπ.).

Στανάνιο. Στανένιο. Από τη λατινική λέξη stannum (= κασσίτερος).

Στατίνες. Είναι η γενική ονομασία (και κατάληξη) φαρμάκων που ελαττώνουν τη χοληστερόλη (στάσις = σταμάτημα, παρεμπόδιση, από το ίστημι).

Στεαρικός. Στεατικός. Από το στέαρ (= λίπος), ινδοευρωπαϊκής προέλευσης.

Στεατίτης. Από το στέαρ, η σαπουνόπετρα.

Στεβιόλη. Από το φυτό Stevia (διτερπενική αλκοόλη, απαντά ως μίγμα γλυκοζιτών γλυκιάς γεύσης).

Στερκουλικό οξύ. Από το κινέζικο δέντρο Sterculia foetida, τα φύλλα του οποίου βρωμούν θυμίζοντας οσμή κοπράνων (= stercus στα λατινικά, υπήρχε μάλιστα και ο θεός της τουαλέτας Sterculius!). Πρόκειται για λιπαρό οξύ με κυκλοπροπενικό δακτύλιο και 19 άτομα άνθρακα. Το έλαιο της στερκούλιας συνιστάται κατά της παχυσαρκίας.

Στεροειδή. Στερόλες. Από το επίθετο στερεός, επειδή τα μέλη τους κρυσταλλώνονται εύκολα.

Στιβνίτης. Από το stibium (= αντιμόνιο), από το αρχαίο ελληνικό στίβι ή στίμμι, από ομόηχη αιγυπτιακή λέξη για το ορυκτό θειούχο αντιμόνιο που χρησιμοποιόταν ως καλλυντικό για σκιές ματιών (κολ, kohl).

Στιλβένιο. Από το στίλβω = γυαλίζω.

Στιλβοιστρόλη. Από το στίλβω και τον οίστρο (βλ. οιστρογόνο).

Στουπέτσι. Τουρκική λέξη για τον βασικό ανθρακικό μόλυβδο.

Στρεπτόζη. Σάκχαρο, από το στρέφω (επίθετο στρεπτός) λόγω του σχήματος του βακτηρίου στρεπτόκοκκος που παράγει το αντιβιοτικό στρεπτομυκίνη.

Στρεπτομυκίνη. Από την στρεπτόζη (βλ. λέξη) και τον μύκητα.

Στριγκόλη. Στριγκολακτόνες. Από το παρασιτικό φυτό Striga. Ενώσεις πολύπλοκης δομής που δρουν ως φυτορμόνες.

Στρυχνίνη. Από το φυτό στρύχνος.

Στυπτηρία. Από το στύφω (= συστέλλω), εξ ου και στυφός.

Στρόντιο. Από την σκοτσέζικη πόλη Strontian.

Στυρένιο ή Στυρόλιο. Προϊόν απόσταξης της ρητίνης ενός δέντρου της Ν.Α. Ασίας (Styrax officinalis), η οποία ονομάζεται στύρακας.

Στυφνικό οξύ. Από το φυτό στύφνος, από το επίθετο στυφός. Πρόκειται για συνθετικό προϊόν, την τρινιτρορεσορκινόλη.

Συδνόνες. Από το Σύδνεϊ.

Σφιγγοσίνη. Από τη Σφίγγα, λόγω αρχικού προβληματισμού ως προς τη δομή της.

 

Τ

Τάλκης. Από την ομώνυμη αραβική και περσική λέξη (ταλκ).

Ταγατόζη. Ονοματολογική παραλλαγή της γαλακτόζης.

Ταλόζη. Ονοματολογική παραλλαγή της γαλακτόζης.

Ταννίνες. Προέρχονται από παλιά βρετονική λέξη για τη βελανιδιά (tan). Στα αγγλικά το ουσιαστικό tan σημαίνει τη φλούδα της βελανιδιάς.

Ταξόλη. Από το φυτό τάξος. Εμπορικό σήμα αντικαρκινικού φαρμάκου.

Τελλούριο. Από το λατινικό tellus, γεν. telluris (= γη).

Τέρβιο. Από το υττέρβιο.

Τερεβινθίνη. Το νέφτι, από την αρχαία ελληνική λέξη τερέβινθος (= τσικουδιά) για το κωνοφόρο δέντρο Pistacia terebinthus.

Τερεφθαλικό οξύ. Συμφυρμός από την τερεβινθίνη και το φθαλικό οξύ.

Τερπένια. Από το ρήμα τέρπω λόγω της ευχάριστης μυρωδιάς τους.

Τεστ. Από τη λατινική λέξη testum που σήμαινε το μικρό κύπελλο στο οποίο οι μεταλλουργοί δοκίμαζαν τα μεταλλεύματα και τα μέταλλα ως προς την καθαρότητά τους. Η λέξη testa που σημαίνει επίσης πήλινο κύπελλο αλλά και την κεφαλή είναι της ίδιας καταγωγής, όπως και η λέξη testis (= όρχις) από την οποία προήλθε η τεστοστερόνη.

Τεστοστερόνη. Στεροειδής ορμόνη (κετόνη) που παράγεται στους όρχεις (λατινικά testis = όρχις).

Τετροδοτοξίνη. Από το γένος ιχθύων Tetraodontiformes (σχηματίζουν τέσσερα «δόντια», από το σχήμα των οστών τους) και την τοξίνη (βλ. λέξη).

Τέφλον. Από το tetrafluoroethylene (τετραφθοροαιθυλένιο) και την αυθαίρετη κατάληξη ον.

Τζιγκολίδια. Από το ασιατικό δέντρο Ginkgo biloba. Ενώσεις πολύπλοκης δομής με αξιόλογες φαρμακολογικές ιδιότητες.

Τιτάνιο. Από την αρχαία τίτανο (= μαρμαρόσκονη, γύψος, άσβεστος), από τον Τιτάνα.

Τζελ και Ζελ. Από το αγγλικό gelatin, από το ιταλικό gelatina, από το λατινικό gelatus (= παγωμένος). Το τζελ, όπως και το ζελ, αποδίδονται ως γέλη.

Τοκοφερόλη. Από τις λέξεις τοκετός και φέρω.

Τολιδίνη. Τολουιδίνη. Τολουένιο ή Τολουόλιο. Από τη λέξη tolu για ένα νοτιοαμερικανικό φυτό (Myroxylon toluifera), το βάλσαμο του οποίου με απόσταξη δίνει τολουόλιο. Τολιδίνη και τολουιδίνη είναι αμινικά παράγωγα.

Τοξίνη. Από το τόξο που κατασκευαζόταν από το σκληρό ξύλο του τάξου.

Τουμποκουραρίνη. Από το αγγλικό tube (= σωλήνας) και το κουράρε (βλ. λέξη), επειδή ένα δείγμα του αλκαλοειδούς φυλασσόταν για πολύ καιρό σε σωλήνα.

Τουμπουλίνες. Από το αγγλικό tube (= σωλήνας), για πρωτεΐνες που σχηματίζουν σωληνοειδείς δομές.

Τουνγκστένιο. Η αγγλική ονομασία του βολφραμίου, από το σουηδικό tung (= βαριά πέτρα).

Τουνισίνη (tunicin). Από τη λατινική λέξη tunica (= χιτώνας) είναι μια μορφή κυτταρίνης που απαντά στο περίβλημα θαλάσσιων κατώτερων ζωικών οργανισμών, τα χιτωνοφόρα (tunicates).

Τουρμαλίνης. Ινδικής προέλευσης (Σρι Λάνκα).

Τρανσδουσίνη. Πρωτεΐνη, από το transduction (= μεταγωγή).

Τρεαλόζη. Από το έντομο Τrehala manna (έκκριμα τύπου διακχαρίτη).

Τριφλικό οξύ. Συντομογραφία του τριφθορομεθανοσουλφονικού οξέος (trifluoromethanesulfonic).

Τρόνα. Από σουηδική ή ισπανική λέξη για το ορυκτό (μίγμα ανθρακικού και όξινου ανθρακικού νατρίου).

Τρυγικό οξύ. Είναι μετάφραση του tartaric acid και προήλθε από την αρχαία λέξη τρυξ, τρυγός που αρχικά σήμαινε το γλεύκος και επίσης την υποστάθμη του οίνου.

Τσίγκος. Από τη γερμανική λέξη Ζink (= ψευδάργυρος).

Τσιμέντο. Από την γαλλική λέξη ciment (συγκολλώ), από τη λατινική caementum = μικρός λίθος (caedere = σπάζω, κόβω).

Τυροσίνη. Τυραμίνη. Τυροσόλη. Από τον τυρό.

 

Υ

Υδρογόνο. Επειδή «γεννά» το ύδωρ.

Υδνοκαρπικό οξύ. Από το μανιτάρι ύδνον (= τρούφα). Πρόκειται για λιπαρό οξύ με κυκλοπεντενικό δακτύλιο και 16 άτομα άνθρακα.

Υδροξείδιο. Υδροξύλιο. Από συμφυρμό υδρογόνου και οξυγόνου. η κατάληξη ύλιο δείχνει ότι πρόκειται για ρίζα.

Υλίδια. Από το μόρφημα υλ (ύλ-ια είναι ρίζες του τρισθενή άνθρακα) και την κατάληξη –ίδιο που δείχνει ότι ο άνθρακας είναι υπό μορφή ανιόντος.

Υοσκυαμίνη. Από τις αρχαίες λέξεις υς (γεν. υός, = χοίρος) και κύαμος (= κουκιά), αλκαλοειδές.

Υοχιμβίνη. Από την τοπική ονομασία αφρικανικού δέντρου (αλκαλοειδές).

Υπερίτης. Από τη βελγική πόλη Ypres, όπου χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά σε πολεμικές επιχειρήσεις ως καυστική ουσία (αέριο μουστάρδας).

Υττέρβιο. Από τη σουηδική πόλη Ytterby.

 

Φ

Φαινόλη. Από το ρήμα φαίνω (λάμπω) επειδή κρυσταλλώνεται σε λαμπερούς κρυστάλλους.

Φαίνωμα (phenome). Από το φαίνω, σημαίνει το σύνολο των ουσιών που παράγονται από τον ανθρώπινο οργανισμό τόσο κατά τον κανονικό μεταβολισμό (metabolome) όσο και κατά την επίδραση του περιβάλλοντος στα γονίδια (φαινότυπος, phenotype). Σημειώνεται ότι φαινότυπος είναι το σύνολο των εμφανών εξωτερικών χαρακτηριστικών/ιδιοτήτων ενός οργανισμού με όμοια εμφάνιση, ανεξαρτήτως της γενετικής τους σύστασης, ενώ ο γονότυπος αναφέρεται στο σύνολο των γονιδίων.

Φαλκαρινόλη. Από μορφολογικό στοιχείο του φυτού Falcaria vulgaris (falx = δρεπάνι στα λατινικά). Πρόκειται για πολυακόρεστη αλκοόλη του καρότου.

Φαρνεσόλη. Από την ονομασία ενός είδους ακακίας (Farnese = ονομασία πόλης και οικογένειας ευγενών).

Φάσμα. Από ρήμα φαίνω ή φάω. Αρχικά σήμαινε φάντασμα, τέρας, αλλά και ομοίωμα και εικόνα.

Φεμτοχημεία. Από το φέμτο (= δεκαπέντε στα δανικά, femten), επειδή αναφέρεται σε ποσότητες της τάξης του 10-15 των βασικών μονάδων, συνήθως γραμμάρια και δευτερόλεπτα.

Φεριτίνη. Από το λατινικό ferrum (= σίδηρος). είναι σιδηρούχα πρωτεΐνη.

Φενεστράνιο. Υδρογονάνθρακας που μοιάζει με παράθυρο (= fenestra στα λατινικά).

Φερίτης. Φεριτίνη. Από τη λέξη ferrite για ορισμένη κρυσταλλική μορφή του σιδήρου (= ferrum στα λατινικά). Η φεριτίνη είναι πρωτεΐνη που αποθηκεύει τον σίδηρο στο ήπαρ.

Φερεδοξίνες. Από το λατινικό ferrum (= σίδηρος) και reduction-oxidation (= αναγωγή-οξείδωση). Πρόκειται για φυτικές πρωτεΐνες που συμμετέχουν στη φωτοσύνθεση.

Φέρμιο. Από τον φυσικό Ενρίκο Φέρμι.

Φεροκένιο. Από το λατινικό ferrum (= σίδηρος) και –κένιο, που προέρχεται από το κοινός επειδή ο σίδηρος μοιράζεται μεταξύ των δύο κυκλοπενταδιειενυλικών δακτυλίων. Η κατάληξη μερικών αρωματικών υδρογονανθράκων με πολλούς βενζολικούς δακτυλίους (3 και πάνω) είναι επίσης –κένιο, όπου το κ είναι για ευφωνία (πεντακένιο) ή δίνεται κατ’ αναλογία προς το ανθρακένιο.

Φερομόνη. Από το φέρω + ορμόνη.

Φερουλικό οξύ. Από το δέντρο Ferula (= σημύδα), από το λατινικό ferire (= χτυπώ), επειδή οι βέργες του δέντρου ήταν κατάλληλες για την τιμωρία των μαθητών! Πρόκειται για φαινολοξύ, συστατικό της λιγνίνης.

Φθαλικό οξύ. Από το ναφθαλένιο, από το οποίο προκύπτει με οξείδωση.

Φθόριο. Από το φθείρω, επειδή το υδροφθορικό οξύ καταστρέφει τα περισσότερα στερεά (υπάρχει και επίθετο φθόριος = καταστρεπτικός). Η ελληνική ονομασία που δόθηκε στο φθόριο δεν είχε σχέση με τη ρίζα fluor- που προέρχεται από το λατινικό ρήμα fluere και σημαίνει ρέω. Αρχικά το ορυκτό φθοριούχο ασβέστιο ονομάστηκε φλουορίτης επειδή το ορυκτό χρησιμοποιόταν στη μεταλλουργία του σιδήρου αυξάνοντας τη ρευστότητα της σκωρίας. Έτσι προήλθαν οι ονομασίες fluorine και fluorescence (φθορισμός). Ο όρος φθόριο επινοήθηκε για να υποδείξει τη φθοροποιό επίδραση του στοιχείου που είναι το δραστικότερο όλων των αντιδραστηρίων. Προηγήθηκε πάντως η ονομασία υδροφθόριο για το επίσης πολύ δραστικό αυτό οξύ.

Φθορισμός. Από το φθείρω, επειδή το φαινόμενο ανιχνεύθηκε αρχικά στον φθορίτη, το φθοριούχο ασβέστιο.

Φιβροΐνη. Από τη λατινική λέξη fiber ( = ίνα).

Φλαβίνη. Φλαβονοειδή. Φλαβύλιο κ.λπ. Από τη λατινική λέξη flavus (= ξανθός).

Φλουορένιο. Φλουορεσκεΐνη. Λόγω του ισχυρού φθορισμού τους (fluoresce = φθορίζω).

Φολικό οξύ. Από το λατινικό folium (= φύλλο), γι’ αυτό μερικοί το μεταφράζουν φυλλικό οξύ.

Φορβόλη. Από τη φορβή = ζωοτροφή.

Φορμικό. Φορμόλη κ.λπ. Από τη λατινική λέξη formica (= μυρμήγκι), επειδή το οξύ απομονώθηκε για πρώτη φορά κατά την απόσταξη μυρμηγκιών. Παλιότερα χρησιμοποιόταν η μετάφραση μυρμηκικό.

Φορμύλιο. Από το φορμικό (βλ. λέξη), είναι η ομάδα –CHO.

Φορσκολίνη. Από το φυτό Coleus forskohlii. Διτερπένιο με σημαντικές φυσιολογικές ιδιότητες.

Φουλβένιο. Από το λατινικό fulvus (= ωχρός, κιτρινωπός).

Φουλγίδια (fulgides). Από το λατινικό fulgo (= αστραπή). Πρόκειται για ενώσεις που αλλάζουν χρώμα με αλλαγή της δομής τους, κατά την επίδραση φωτός.

Φουλερένια. Από τον αμερικανό αρχιτέκτονα Buckminster Fuller.

Φουλμινικός υδράργυρος. Από το λατινικό fulmen, fulminis (= κεραυνός). επίσης μεταφράστηκε κροτικός και βροντώδης υδράγυρος, επειδή είναι ασταθής και εκρηκτικός.

Φουμαρικό οξύ. Από το γένος φυτών Fumaria (fumus = καπνός στα λατινικά, είχε μεταφραστεί και ως καπνικό οξύ).

Φουράνιο. Φουρφουράλη. Φουρφουρόλη. Από το λατινικό furfur (= πίτουρο). το φουράνιο είναι προϊόν απόσταξης των πίτουρων.

Φράκταλ. Από τη λατινική λέξη fractus (= σπασμένος), μετοχή του ρήματος frangere. Στα ελληνικά έχει αποδοθεί ως μορφόκλασμα.

Φρέον. Από το αγγλικό ρήμα freeze (= παγώνω) και την αυθαίρετη κατάληξη –ον.

Φρουκτόζη. Από το λατινικό fructus (= φρούτο).

Φύραμα (παλιά ονομασία των ενζύμων, αρχικά ζυμάρι). Από το ρήμα πορφύρω ή φορφύρω (= μελανιάζω, κοκκινίζω), προερχόμενο από αναδίπλωση του φύρω (= υγραίνω, ζυμώνω κ.λπ.).

Φωσγένιο. Από το φως και γεννώ, καθώς η ένωση του CO με το χλώριο συνοδεύεται από φωτεινό φαινόμενο. Η ονομασία είναι ατυχής, αφού θα έπρεπε να λέγεται φωσγόνο, σύμφωνα με άλλες ανάλογες περιπτώσεις.

 

Χ

Χαλαζίας. Από τη χάλαζα (= χαλάζι).

Χαλκηδόνιος. Από τη μικρασιατική πόλη Χαλκηδόνα.

Χαλκογόνα. Από την τάση να ενώνονται με τον χαλκό ως ανιόντα χαλκογονίδια (σουλφίδια, σεληνίδια και τελλουρίδια). Είναι τα στοιχεία που μοιάζουν με το οξυγόνο και βρίσκονται μαζί στην ίδια κατακόρυφη στήλη του Περιοδικού Πίνακα (θείο, σελήνιο, τελλούριο).

Χαλκοζέλ. Από τον χαλκό και το ζελ (βλ. λέξεις). Πρόκειται για πορώδη υλικά μετάλλων-χαλκογονιδίων που παρομοιάζονται με σφουγγάρια λόγω της μεγάλης επιφάνειας των πολυάριθμων πόρων τους που επιτρέπει τη δέσμευση σημαντικών ποσοτήτων αερίων, υγρών ή στερεών.

Χαλκός. Από την αρχαία ελληνική χάλκη ή κάλχη που σήμαινε την πορφύρα, αρχικά το κοχλιοειδές μαλάκιο από το οποίο παραλαμβανόταν η ομώνυμη βαφή.

Χάλυβας. Από τους Χάλυβες, αρχαίο έθνος του Πόντου με παράδοση στη σιδηρουργία (Χάλυβες σιδηροτέκτονες κατά τον Αισχύλο).

Χάσιο. Από τη γερμανική πόλη Hessen = Έσση.

Χάφνιο ή Αφνιο (Hf). Από την παλιά δανέζικη λέξη Hafnia (= λιμένας) για την Κοπεγχάγη.

Χηλικές ενώσεις. Από τη χηλή, την δαγκάνα των καβουριών, επειδή τέτοιες ενώσεις (σύμπλοκα) μοιάζουν σχηματικά με χηλή που έχει πιασμένο κάποιο κομμάτι τροφής, εν προκειμένω το άτομο ενός μετάλλου.

Χημεία και Χυμεία. Η χημεία εικάζεται ότι προέρχεται από την αρχαία αιγυπτιακή λέξη κεμ (= μαύρος), διότι ως τέχνη και επιστήμη συνδέθηκε με την Αίγυπτο, που ονομαζόταν Μαύρη Γη. Υπέρ της εκδοχής αυτής συνηγορεί ο Ζώσιμος ο Πανοπολίτης, σύμφωνα με τον οποίο ο πρώτος των τεχνών λεγόταν Χημεύ(ς) (στην αιγυπτιακή γραφή: «Chêmi»). Η χυμεία προέρχεται από το ρήμα χέω και το παράγωγό του χυμός, μάλιστα οι Αλεξανδρινοί αλχημιστές ονομάζονταν χυμευτές. Φαίνεται ότι οι χυμευτές σχετίζονταν τόσο με την παρασκευή φαρμακευτικών σκευασμάτων όσο και με τη διαδικασία της χύτευσης, αρχικά την ανάμιξη χρυσού και αργύρου με σύντηξη.

Χιτίνη. Από τον χιτώνα, επειδή αποτελεί συστατικό του κελύφους των αρθροπόδων.

Χλώριο. Από το επίθετο χλωρός = πρασινοκίτρινος.

Χλωροφόρμιο. Από το χλώριο και το φορμικό οξύ (βλ. λέξη).

Χοληστερόλη. Bλ. Στερόλες.

Χορδενίνη. Από το Hordeum (= κριθάρι), αλκαλοειδές φαινολικού χαρακτήρα.

Χουμικός. Από τη λατινική λέξη humus (= χώμα).

Χρυσός. Δάνειο από κάποια σημιτική γλώσσα. Εμφανίζεται για πρώτη φορά στον γραπτό λόγο των Μυκηναίων (γραμμική Β, δανεισμένη από τη μη ελληνική γραφή των μινωιτών, τη γραμμική Α) ως ku-ru-so.

 

Ψ

Ψιλοκυβίνη. Από το παραισθησιογόνο μανιτάρι Psilocybe (ψιλός + κύβη = κεφάλι).

Ψιμυθίτης. Από το ψιμύθιο (= μέικ-απ, βασικός ανθρακικός μόλυβδος).

 

Ω

Ωκυτοκίνη ή οξυτοκίνη. Το σωστότερο είναι οξυτοκίνη (oxytocin) επειδή οξύς στην αρχαία ελληνική έχει επίσης τη σημασία «ταχύς» (όπως στην οξύνοια). Η ονομασία δόθηκε από την πρώτη διαπιστωμένη δράση της ορμόνης – να επιταχύνει τον τοκετό. Ωκύς σημαίνει επίσης ταχύς στην ομηρική, αλλά δεν υπάρχει λόγος να το προτιμήσουμε λόγω παλαιότητας!

Ώνιο, ωνιακό. Κατάληξη για ενώσεις με μορφή κατιόντος (π.χ. χλωριούχο αμμώνιο, ιωδωνιακό άλας).

Ωστενίτης. Από τον άγγλο μεταλλουργό Roberts-Austen (αλλοτροπική μη μαγνητική μορφή του σιδήρου).


 

 

ΕΠΙΜΕΤΡΟ: ΜΟΡΦΗΜΑΤΑ ΟΡΓΑΝΙΚΩΝ ΕΝΩΣΕΩΝ

 

Προθέματα-Ενδιάμεσα-Καταλήξεις

 

Προθέματα

α-, β-, γ-, δ-, ε- ….ω-: Τα πέντε πρώτα δηλώνουν τη θέση ενός δεσμού (π.χ. διπλού) ή μιας ομάδας (π.χ. ΟΗ ή διπλός δεσμός) σε σχέση με την κύρια λειτουργική ομάδα του μορίου (π.χ. καρβοξύλιο). Το ω και τα ω-1, ω-2, ω-3,…κ.λπ. δηλώνουν την απόσταση από το τελικό άκρο (ω) του μορίου (π.χ. το μεθύλιο ή ένα διπλό δεσμό των καρβοξυλικών οξέων).

Ε, Ζ: τα σύμβολα της cis-trans ισομέρειας

Επι: για μια κατηγορία ισομερών με πολλά ασύμμετρα κέντρα που διαφέρουν ως προς ένα

Ισο: για ισομερή γενικά

Νέο: δεν αντιστοιχεί σε κάτι συγκεκριμένο

Ομο: σημαίνει ομόλογο (διαφορά κατά μία ή περισσότερες μεθυλενικές ομάδες)

Νορ: κανονική αλυσίδα ή δακτύλιος, χωρίς υποκαταστάτες (από το normal)

Περ: πλήρως (π.χ. περυδρο, περφθορο)

Σεκο: από το δευτερεύων (secondary)

Υπερ: για οξέα του τύπου RCOOOH

 

Ενδιάμεσα + Καταλήξεις

άλ-η (αλδεΰδες, ακετάλες)

ά-μη (λακτάμες = κυκλικά αμίδια)

αν-η (μερκαπτάνες, πολυσακχαρίτες)

αν-ιο (υδρογονοπαράγωγα στοιχείων, κορεσμένοι υδρογονάνθρακες)

άσ-η (ένζυμα, π.χ. λιπάση)

γόν-ο (δηλώνει τι «γεννούν» ορισμένες ουσίες στις αντιδράσεις τους, π.χ. υδρογόνο)

εκ- (δεκαμελής ετεροκυκλικός δακτύλιος)

εν- (εννεαμελής ετεροκυκλικός δακτύλιος)

εν- (ακορεστότητα διπλού δεσμού, π.χ. ενόλη, εναμίνη)

έν-ιο (υδρογονάνθρακες με διπλό δεσμό, π.χ. αιθυλένιο)

επ- (επταμελής ετεροκυκλικός δακτύλιος)

ετ (τετραμελής ετεροκυκλικός δακτύλιος)

ίδ-η (ομάδες στοιχείων, π.χ. λανθανίδες)

ίδ-ιο (ανιόντα αλογονούχων, θειούχων κ.α. ανόργανων ενώσεων, οργανικά ανιόντα, αζίδια, αμίδια, πεπτίδια, υλίδια, λακτίδια = κυκλικοί διεστέρες του γαλακτικού οξέος)

ικός (επιθετικός προσδιορισμός των καρβοξυλικών και πολλών ανόργανων οξέων)

ίλ-η (μεμονωμένες ενώσεις, π.χ. ουρακίλη)

ίλ-ιο (νιτρίλια, βενζίλιο)

ιν- (εξαμελής ετεροκυκλικός δακτύλιος)

ίν-η (αμίνες, αμινοξέα, πρωτεΐνες, αντιβιοτικά)

ίν-ιο (υδρογονάνθρακες με τριπλό δεσμό, π.χ. αιθίνιο)

ιο (κυρίως στοιχεία και υδρογονάνθρακες)

ιρ- (τριμελής ετεροκυκλικός δακτύλιος)

ίτ-ης (ορυκτά, γλυκοζίτες, πολυσθενείς αλκοόλες, π.χ. σορβίτης)

κέν-ιο (αρωματικοί υδρογονάνθρακες, φεροκένιο)

όζ-η (σάκχαρα), από το λατινικό osus = ωσάν

οζ-ίτ-ης (γλυκοζίτες)

οϊκός (επιθετικός προσδιορισμός των καρβοξυλικών οξέων)

οκ- (οκταμελής ετεροκυκλικός δακτύλιος)

ολ- (πενταμελής ετεροκυκλικός δακτύλιος)

όλ-η (αλκοόλες)

ολ-ίδιο

όλ-ιο (αρωματικοί υδρογονάνθρακες, ετεροκυκλικά)

όνη (κετόνες, λακτόνες = κυκλικοί εστέρες, σουλφόνες)

ουλ-όζ-η (σάκχαρα με κετονική ομάδα)

ύλ-ιο (ρίζες του τρισθενή άνθρακα)

ύν-ιο (υδρογονάνθρακες με τριπλό δεσμό)

ώνιο κατιόν (αμμώνιο, οξώνιο, φωσφώνιο)

 

Η κατάληξη γόνο.

Η κατάληξη γόνο είναι κοινή για μερικές ενώσεις και δηλώνει τι «γεννούν» κατά τις αντιδράσεις τους. Ορισμένες από αυτές έχουν σχέση με τα μόρια της ζωής, όπως το γλυκογόνο, το κολλαγόνο και τα οιστρογόνα, όμως τα πιο γνωστά παραδείγματα αναφέρονται στα δύο βασικά αέρια που σχηματίζουν το νερό: πράγματι, το υδρογόνο καίγεται προς ύδωρ, ενώ το οξυγόνο σχηματίζει οξέα (ακόμη και το νερό είναι ένα οξύ).
 
H κατάληξη ίδιο (ή ίδη).
Τέτοια ονόματα είναι συνήθως συλλογικά, με ξενόγλωσσες καταλήξεις σε id ή ide (στα καθ’ ημάς αμίδια, σουλφαμίδες, λιπίδια, γλυκερίδια, γλυκοζίτες κ.λπ.) και χρησιμοποιούνται για τα μέλη οικογενειών συγγενών ουσιών. Ουσίες από την ανόργανη χημεία έχουν επίσης την κατάληξη –ίδιο (αλογονίδια, σουλφίδια, βορίδια κ.λπ.). Σημειώνεται ότι το οξείδιο θα ήταν ορθότερο να γράφεται οξίδιο, όπως σουλφίδιο κ.λπ. Όπως και με την κατάληξη όνη των κετονών, πρόκειται για θυγατρικά παράγωγα που ακολούθησαν την πιο διαδεδομένη κατάληξη ίς (γεν. ίδος, πληθ. ίδες), όπως Κορωνίς, Δαναΐδες (κόρες του Δαναού), Νηρηίδες, Εσπερίδες, κ.λπ. Βέβαια και η αρσενική κατάληξη ίδης είναι δηλωτική υϊκής σχέσης, αλλά για κάποιο λόγο η θυγατρική σχέση έχει επικρατήσει ονοματολογικά

 

 

<Επιστροφή στη λίστα επιστημονικών θεμάτων και ανακοινώσεων>